Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Η Ρένα ως σταρ του μιούζικαλ

Η Ρένα Βλαχοπούλου, παρά το γεγονός ότι ανήκε σε μία παλαιότερη γενιά ηθοποιών, μεσουράνησε κατά την εποχή της ακμής του ελληνικού μιούζικαλ, κινηματογραφικό είδος το οποίο “εξ ορισμού θεωρήθηκε ότι ευνοούσε ηθοποιούς της νεότερης γενιάς”. Η καριέρα της στον χώρο του θεάματος ξεκίνησε κατ’ αποκλειστικότητα μέσα από το τραγούδι και το θέατρο.



Γεννημένη στην Κέρκυρα, σπουδαία κωμικός και εξαιρετική τραγουδίστρια. Τα πρώτα της καλλιτεχνικά βήματα τα έκανε σε καφενεία και αναψυκτήρια, αφού ήρθε στην Αθήνα το 1939. Εκεί την ανακάλυψε ο Μίμης Τραϊφόρος και την παρουσίασε ως νέο ταλέντο σ’ ένα πρόγραμμα βαριετέ που είχε ανεβάσει στο κέντρο «Όαση» του Ζαππείου. Το πρώτο τραγούδι που είπε ήταν το «Μικρή χωριατοπούλα» του Πολ Μενεστρέλ, το οποίο διασκευάστηκε αργότερα στο πασίγνωστο «Κορόιδο Μουσολίνι», από τον Γιώργο Οικονομίδη. Στην παράσταση αυτή την άκουσε ο Μακέδος και λίγο αργότερα την προώθησε στο σανίδι και συγκεκριμένα στο θέατρο «Μοντεάλ» της οδού Πανεπιστημίου, όπου έπαιξε με τις αδελφές Καλουτά και τραγούδησε ντουέτο με τη Σοφία Βέμπο. Το 1942 γνώρισε και τον μεγάλο πιανίστα της τζαζ Γιάννη Σπάρτακο, με τον οποίο συνεργάστηκε στο «Πάνθεον». Η συνεργασία αυτή έφερε και την επιτυχία «Θα σε πάρω να φύγουμε», που τραγούδησε το καλοκαίρι του ’44, στην επιθεώρηση «Well come» των Αλέκου Σακελάριου και Δημήτρη Ευαγγελίδη, στο θέατρο «Κυβέλη». Η Ρένα Βλαχοπούλου δεν είχε εμφανιστεί ακόμη στο θέατρο ως ηθοποιός.

Το 1952 ο Βασίλης Μπουρνέλης, ένας από τους μεγαλύτερους επιχειρηματίες του μουσικού θεάτρου της δεκαετίας του ’50, την κάλεσε να τραγουδήσει ένα ντουέτο με την Μπελίντα στην επιθεώρηση «Βασίλισσα της νύχτας» στο θέατρο «Ακροπόλ». Ακολούθησαν οι επιθεωρήσεις «Να τι θα πει Αθήνα», «Πουλιά στον αέρα», «Κι ο μήνας έχει εννιά». Το καλοκαίρι του 1954 με πρωτοβουλία της Σοφίας Βέμπο πήρε για πρώτη φορά θεατρικό ρόλο, εμφανιζόμενη δίπλα στον Νίκο Σταυρίδη, στην επιθεώρηση «Σουσουράδα». Το 1956 έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, παίζοντας δίπλα στον Νίκο Ρίζο και τον Στέφανο Στρατηγό, στην πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» του Γιάννη Πετροπουλάκη.

Ορόσημο για την καριέρα της υπήρξε το 1962, όταν εξαιτίας γνώρισε τον Γιάννη Δαλιανίδη ο οποίος την έκανε πρωταγωνίστρια του μιούζικαλ «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1963). Μάλιστα ο ίδιος ο Φίνος, όταν την άκουσε να τραγουδά, φέρεται να της πρότεινε να υπογράψει ισόβιο συμβόλαιο με την εταιρεία του, με την οποία γύρισε μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου.

Ωστόσο, η γνωριμία της με τον Γιάννη Δαλιανίδη, στο θέατρο «Μετροπόλιταν», κατά τη διάρκεια συμμετοχής της στην «Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι, οδήγησε στην συμμετοχή της στην ταινία Μερικοί το Προτιμούν Κρύο (1962-63) την καθιέρωσε στον χώρο του κινηματογραφικού ελληνικού μιούζικαλ. Κατόπιν, η Βλαχοπούλου έλαβε μέρος σε ταινίες οι οποίες ήταν γραμμένες ειδικά για εκείνην, με αποτέλεσμα ”αντί το κινηματογραφικό είδος να διαμορφώνει την περσόνα της ως σταρ […], να συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή η αναγνωρίσιμη πλέον περσόνα της καθόριζε την κινηματογραφική ταυτότητα των ταινιών της”. Η όλο και αυξανόμενη δημοτικότητα και αναγνωρισιμότητά της τής επέτρεψε να αποκτήσει μία δεσπόζουσα θέση στις πλοκές των ταινιών και να γίνει πιο λαοφιλής. Η Βλαχοπούλου μετακινήθηκε για ένα διάστημα τριών ετών στην «Καραγιάννης-Καρατζόπουλος» με δέλεαρ την δημιουργία ταινιών ειδικά για εκείνην και κατ’ επέκτασιν την καλύτερη αμοιβή. Μετά την επιστροφή της στην «Φίνος Φιλμς» η Βλαχοπούλου γνώρισε το απόγειο της δόξας της.

 Το κύριο γνώρισμα που βοήθησε την Βλαχοπούλου στο να αναδειχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες κινηματογραφικές σταρ του μιούζικαλ είναι ότι ως “ηθοποιός θεάτρου της παλιότερης γενιάς θεωρούνταν οικεία, «μια από μας», ενώ ως σταρ του κινηματογράφου περνούσε στο επίπεδο του μύθου”. Συνεπώς η Βλαχοπούλου χρησιμοποιεί έναν συνδυασμό απλότητας και απροσιτότητας για να προσελκύσει τον θεατή, τέχνασμα το οποίο χρησιμοποιήθηκε πολύ και από την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ωστόσο εν αντιθέσει με τη Βουγιουκλάκη, η Βλαχοπούλου χρησιμοποιεί τον κωμικό χαρακτήρα της «καρατερίστας» για να αναδειχθεί, και όχι την νιότη και τη γοητεία. Επιπλέον, στην επιτυχία της Βλαχοπούλου ρόλο έπαιξαν δύο ακόμη συνδυασμένοι παράγοντες. Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της, τα κοντά καστανά μαλλιά της και το “συνηθισμένο της πρόσωπο” ενσάρκωναν την καθημερινή γυναίκα και περνούσαν στο κοινό τον ορισμό της ρωμαίικης ταυτότητας. Στον αντίποδα, το τραγουδιστικό της ύφος και το ρεπερτόριό της, το οποίο αποτελείτο από μπαλάντες, τζαζ κομμάτια και οπερέτα, έδινε την εικόνα της δυτικοποίησης και μιας πιο νέας, εκσυγχρονισμένης ελληνικής ταυτότητας. Μέσα από την αντίθεση και την σύγκρουση αυτών των δύο ταυτοτήτων, η Βλαχοπούλου έδειχνε πως μπορούσε να συνδυάσει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των καθημερινών Ελλήνων, ούτως ώστε να ενδυναμώσει ακόμη περισσότερο το πρόσωπο της καθημερινής προσιτής γυναίκας.

Πηγές: Παπαδημητρίου Λυδία (2009), Το Ελληνικό Κινηματογραφικό Μιούζικαλ, Αθήνα: Παπαζήση
http://www.alphatv.gr/Microsites/60-Lepta-Ellada/Shows/05-06-2013/60%CE%84-%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CE%B4%CE%B1-05-06-13.aspx
http://www.sansimera.gr/biographies/116
Φωτογραφίες: Προσωπικό Αρχείο της κ. Μπαμπαλή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου