Κυριακή 19 Μαΐου 2013

"Η Χρυσή Εποχή του Ελληνικού Κινηματογράφου" στο μαθητικό Φεστιβάλ PROJECT- ΤΕΙ Πειραιά

Το Σάββατο 18 Μαΐου 2013 στις 9 μ.μ. το ερευνητικό τμήμα της Πολιτιστικής Ομάδας του Μουσικού Σχολείου Πειραιά, παρουσίασε την εργασία του "Η Χρυσή Εποχή του Ελληνικού Κινηματογράφου" στα πλαίσια του Μαθητικού Φεστιβάλ PROJECT και Ειδικής Θεματικής Δραστηριότητας στο Αμφιθέατρο του ΤΕΙ Πειραιά.

Προβλήθηκε ολιγόλεπτο video με στιγμιότυπα από τις δραστηριότητες μας με τον μικρό πρωτότυπο αυτοσχεδιασμό που μας αφιέρωσε ο συνθέτης Μίμης Πλέσσας στην επίσκεψη που του κάναμε.

Ακολουθεί η παρουσίαση της εργασίας μας.

Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Ανακοίνωση: Παρουσίαση της εργασίας μας στο Φεστιβάλ PROJECT

Η πολιτιστική μας ομάδα το Σάββατο 18 Μα:ΐου 2013 στις 8:30 μ.μ, θα παρουσιάσει την εργασία της στο Φεστιβάλ PROJECT στο Αμφιθέατρο του ΤΕΙ Πειραιά.
Σε όλη τη διάρκεια του Φεστιβάλ θα υπάρχει πάγκος όπου θα μπορείτε να βλέπετε μια παλαιά μηχανή προβολής καθώς και παλαιές κινηματογραφικές μπομπίνες.
Επίσης μπορείτε να πάρετε αναμνηστικούς σελιδοδείκτες με ατάκες από ελληνικές ταινίες τους οποίους έφτιαξε η ομάδα μας.

Η Πολιτιστική Ομάδα συναντά τον συνθέτη Μίμη Πλέσσα

Στις 15 Μαΐου 2013, η Ερευνητική μας Ομάδα είχε την τιμή να γίνει δεκτή στο σπίτι του μεγάλου συνθέτη και μουσικού Μίμη Πλέσσα στην Καλλιτεχνούπολη. Κατά την επίσκεψή μας, εξεπλάγημεν από την εξαιρετικά φιλική συμπεριφορά και διάθεση του κ. Πλέσσα προς τον καθένα μας ξεχωριστά, καθώς και από την εγγύτητα του χαρακτήρα και των ιδεών του προς τους δικούς μας χαρακτήρες και ιδέες. Καθισμένοι στο τραπέζι του κήπου, σε κλίμα παρέας, συζητήσαμε με τον Μίμη Πλέσσα για την εποχή που ο ίδιος έγραφε μουσική για τις μεγάλες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, καθώς και τα τεκταινόμενα στον χώρο του θεάματος. Μιλώντας με απόλυτη φυσικότητα και απλότητα, ο κ. Πλέσσας αναφέρθηκε στις συνεργασίες του με θρύλους του ελληνικού μιούζικαλ, όπως η Ζωή Λάσκαρη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Γιάννης Δαλιανίδης, αλλά και εξήγησε τις διαδικασίες και τα στάδια που απαιτούνταν για την ολοκλήρωση ενός μιούζικαλ. Ο Μίμης Πλέσσας αφηγήθηκε ιστορίες από την «χρυσή εποχή» του ελληνικού κινηματογράφου σαν να ήταν απλές καθημερινές ιστορίες και μας αποκάλυψε ότι δεν θα επιθυμούσε αυτή η εποχή να επιστρέψει, καθώς θεωρεί ότι τα πράγματα ρέουν (κυρίως στην μουσική) και κάθε εποχή πρέπει να διέπεται από τα δικά της χαρακτηριστικά (μουσικά) γνωρίσματα. Για το τέλος, ο κ. Πλέσσας μας υποδέχθηκε εντός του δωματίου που εργάζεται και μας αποκάλυψε ένα κινηματογραφικό-μουσικό τέχνασμα, τον τρόπο με τον οποίο ο συνθέτης μπορεί να κάνει την ίδια μουσική φράση να προκαλεί λύπη, χαρά, νοσταλγία, ούτως ώστε ο σκηνοθέτης να την εντάξει κατάλληλα στην εκάστοτε σκηνή. Αποχαιρετίσαμε τον Μίμη Πλέσσα με τον ίδιο τρόπο που τον γνωρίσαμε, με μία έντονη οικειότητα, ακούγοντας από εκείνον πολλές ευχές σχετικά με την εξέλιξή μας, και τον προσκαλέσαμε να παρακολουθήσει την παράστασή μας στις 19 Ιουνίου, πρόσκληση που αποδέχτηκε με ευχαρίστηση. 

Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη ως σταρ του ελληνικού μιούζικαλ


Η Αλίκη Βουγιουκλάκη υπήρξε άρρηκτα συνδεδεμένη με τις μουσικοχορευτικές παραγωγές του ελληνικού κινηματογράφου, τα μιούζικαλ, στον καιρό της ακμής τους. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη είχε αποκτήσει την προσωνυμία της «εθνικής σταρ», όρος που “αντανακλά την απαράμιλλη δημοτικότητα της Βουγιουκλάκη, αλλά επίσης υποδηλώνει ότι θεωρούνταν κατά κάποιο τρόπο αντιπροσωπευτική των αξιών και των χαρακτηριστικών του έθνους”. Η Βουγιουκλάκη εκμεταλλεύτηκε την απήχησή της και εισήγαγε το μουσικοχορευτικό στοιχείο στις ταινίες της από την πρώιμη περίοδό τους, εικονιζόμενη στα μάτια του κοινού ως η απόλυτη πρωταγωνίστρια του μιούζικαλ. Ωστόσο, το πραγματικό ερώτημα που απορρέει από το γεγονός ότι η Βουγιουκλάκη κατάφερε πολύ σύντομα να μετατραπεί σε σταρ του μιούζικαλ είναι το με ποιον τρόπο το κατάφερε. Η απάντηση βρίσκεται στην διπλή φυσιογνωμία της εικόνας που παουσίαζε. Εκ πρώτης όψεως, η Βουγιουκλάκη φέρεται να είναι μία απλή λαϊκή κοπέλα, καταλαμβανόμενη από επιθυμίες και καθημερινά προβλήματα, ζώντας μία κανονική ζωή. Ωστόσο, παρουσιάζει επίσης και το πρόσωπο της σταρ, της οποίας “οι επιθυμίες ικανοποιούνται και οι φόβοι αποτρέπονται”, ευρισκόμενη έτσι σε έναν ειδυλλιακό κόσμο, κινούμενο εκτός των πλαισίων της πραγματικότητας. Έτσι, συμπεραίνουμε ότι το “κλειδί της επιτυχίας” της ήταν η ισορροπία ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους, τον φανταστικό και τον πραγματικό-καθημερινό, η οποία επιτυγχάνεται “μέσω της πλοκής και των νούμερων”. Η Βουγιουκλάκη κατάφερε επίσης να εκτελέσει η ίδια τα μέρη της πρόζας αλλά και τα μουσικά και χορευτικά μέρη, στοιχείο που την συνέδεσε σε μεγαλύτερο βαθμό με το μιούζικαλ, αποδίδοντάς τα με φαινομενικό αυθορμητισμό και αυτοσχεδιασμό, “συγκαλύπτοντας τον επαγγελματικό χαρακτήρα ως ερασιτεχνισμό”. Τα νούμερά της παρουσιάζονταν ως αυθόρμητες εκφράσεις και όχι ως επαγγελματικές παρουσιάσεις, παρά το γεγονός ότι η ίδια ήταν επαγγελματίας τραγουδίστρια, ενώ τα τραγούδια της “λειτουργούσαν ως εμβληματική συμπύκνωση της προσωπικότητάς της ως σταρ”.

Επιπλέον, μεγάλο ρόλο στην ανάδειξη της Βουγιουκλάκη ως σταρ του μιούζικαλ έπαιξαν δύο ακόμη στοιχεία. Πρώτον η “συνειδητή υιοθέτηση μιας μοντέρνας δυτικής εικόνας”, μέσω του βαμμένου ξανθού χρώματος του μαλλιού της που παρέπεμπε σε ξένες σταρ παρομοίου είδους (όπως η Marilyn Monroe) και δεύτερον, η στάση που τηρούσε μέσω των ρόλων της αναφορικά με το ζήτημα της παραδοσιακής πατριαρχικής οικογένειας και του γάμου, αφού “παρά τον δυναμισμό τους [των ρόλων] οι χαρακτήρες που παίζει η Βουγιουκλάκη στο τέλος δίνουν προτεραιότητα στο γάμο αντί για την καριέρα”, επιβεβαιώνοντας πάντα και παρά τις αντιθέσεις την αξία της πατριαρχικής οικογένειας. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη παρουσιαζόταν πάντοτε ως μία πονηρή και ελκυστική νέα γυναίκα, η οποία μέσα από τα μουσικοχορευτικά δρώμενα βοηθούσε στην εξέλιξη της πλοκής του έργου. Όλοι οι προαναφερθέντες παράγοντες συνετέλεσαν σημαντικά στο να αποδοθεί στην Βουγιουκλάκη ο τίτλος της «εθνικής σταρ» αλλά και της «σταρ του ελληνικού μιούζικαλ».

 Πηγές: Παπαδημητρίου Λυδία (2009), Το Ελληνικό Κινηματογραφικό Μιούζικαλ, Αθήνα: Παπαζήση

Σάββατο 4 Μαΐου 2013

Το Λαϊκό Μιούζικαλ και η θέση του Μπουζουκιού

Το Λαϊκό Μιούζικαλ και η θέση του Μπουζουκιού

   
Το Λαϊκό Μιούζικαλ σύμφωνα με τον σκηνοθέτη Γιάννη Δαλιανίδη, εμπνευστή αυτού του κινηματογραφικού είδους, είχε τις επιρροές του από το αμερικάνικο είδος και τη γερμανική επιθεώρηση (προπολεμικά). Τα Μιούζικαλ του, όπως και στα περισσότερα, ήταν επηρεασμένα κυρίως από την επιθεώρηση και ήταν γεμάτο χορό. Συγκεκριμένα, ο Δαλιανίδης χρησιμοποίησε χορευτικά που υπήρχαν στην επιθεώρηση, καθώς και τα θεαματικά φινάλε της, τα οποία τελείωναν συνήθως με την αποθέωση. Τέλος, όσο αναφορά την πρόζα, βασίστηκε στην ελληνική ηθογραφική κωμωδία. Το θέμα στα λαϊκά μιούζικαλ έπρεπε να είναι καθαρά ελληνικό. Αναπόσπαστο κομμάτι των μιούζικαλ, αλλά και της μουσικής του ελληνικού κινηματογράφου γενικότερα αποτελεί το μπουζούκι. Μολονότι στις ελληνικές ταινίες υπάρχει συνδυασμός κλασσικής και λαϊκής μουσικής, συχνά οι εκτελεστές-μουσικοί των κλασικών συμφωνικών ορχηστρών υποβάθμιζαν τους λαϊκούς οργανοπαίκτες (οι οποίοι είχαν μόνο εμπειρική γνώση της μουσικής). Το μπουζούκι, στην δεκαετία του ‘60 δεν παιζόταν με τον «ανατολίτικο» τρόπο, αλλά με τον δυτικό (με αρμονία, σταθερό ηχόχρωμα, σχεδόν συγκερασμένο). Με τη χρήση αυτού του μουσικού οργάνου επιτυγχάνονταν η άμβλυνση της σύγκρουσης ανάμεσα στην “παραδοσιακή” και την “μοντέρνα” κουλτούρα, μεταξύ του ανατολίτικου στοιχείου και του δυτικού. Ταυτόχρονα το μουσικό κομμάτι των ταινιών αποκτά ένα ισχυρό ελληνικό χαρακτήρα. 
Το μπουζούκι μετατρέπεται σε αντικείμενο διαχείρισης, κατασκευής και προβολής της ελληνικής εθνικής μουσικής-κινηματογραφικής ταυτότητας. Το όργανο αυτό, ανάλογα με την περίσταση, είχε τρεις ρόλους. Αρχικά μπορεί το μπουζούκι να χρησιμοποιείται παράλληλα με τη δυτική ορχήστρα, προσδίδοντας έτσι εθνικό, «ελληνικό» χαρακτήρα στο δυτικό μουσικό υπόβαθρο. Στον δεύτερο δυνατό του ρόλο, εμφανίζεται ως το κεντρικό όργανο (μερικές φορές και σολιστικό) της τυπικής  ελληνικής λαϊκής μουσικής ορχήστρας, προβάλλοντας έτσι την αυθεντικότητα της ελληνικής μουσικής κουλτούρας αλλά και το μουσικό στοιχείο ως κεντρικό θέμα της υπόθεσης μιας ταινίας. Τέλος, μπορεί να στηρίζει και να χαρακτηρίζει την αφήγηση (τη δομή και το περιεχόμενο) των ταινιών χρησιμοποιώντας τη μουσική του ως μετα-διηγητικό στοιχείο.

Πηγές: Παπαδημητρίου Λυδία (2009), Το Ελληνικό Κινηματογραφικό Μιούζικαλ, Αθήνα: Παπαζήση

Ραντεβού στον αέρα

Ραντεβού στον αέρα
Η ταινία αυτή είναι από τα πρώτα μιούζικαλ με σενάριο και σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη και μουσική του Μίμη Πλέσσα (1965-66). Παρουσιάστηκε το Ιανουάριο του 1966 από την εταιρεία παραγωγής ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ. Στο συγκεκριμένο κινηματογραφικό έργο οι ήρωες αποδέχονται και ακολουθούν πιο απελευθερωμένους τρόπους ζωής, ενώ οι παλαιές κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες μόλις που διακρίνονται σε κάποιες περιπτώσεις. Η παραδοσιακή μουσική σχεδόν απουσιάζει όπως και σε όλα τα μιούζικαλ, και εμφανίζεται μόνο στο τρίτο μουσικοχορευτικό νούμερο. Συνυπάρχουν το κωμικό στοιχείο και το θέαμα, τα οποία βασίζονται στην επιθεώρηση, αλλά και στον κινηματογράφο (έγχρωμη ταινία, σε μεγάλη οθόνη, σε σινεμασκόπ, με εννέα συνολικά μουσικά νούμερα, που προσδίδουν πλούτο, αίγλη και φαντασμαγορική ατμόσφαιρα. Ειδικά το χρώμα παρουσιάζει μια μοντέρνα εικόνα της Ελλάδας, του '65- '70, χρησιμοποιώντας τη μόδα και τη λαμπρότητα στα κουστούμια).

Οι κριτικοί, βέβαια, κατηγόρησαν τα ελληνικά μιούζικαλ, ως "αδόκιμη μίμηση" των μιούζικαλ του Χόλιγουντ, επέκριναν τη χρήση της κωμωδίας αλλά και τις αυθαίρετες εναλλαγές ανάμεσα στην πρόζα και στα μουσικοχορευτικά νούμερα. Το έργο απευθύνεται στους νέους της εποχής, για αυτό και όλη η παρέα αποτελείται από νεαρά άτομα.

Το ελληνικό μιούζικαλ συνδέεται με την κοινωνική και οικονομική άνεση, αλλά και τη σεξουαλική απελευθέρωση της εποχής αυτής. Χαρακτηριστικές εικόνες της επικράτησης του μοντέρνου αυτού στοιχείου παρακολουθούμε στο έβδομο μουσικό νούμερο, όπου τα κορίτσια χορεύουν στην παραλία με μπικίνι και φορούν μίνι. Αγόρια και κορίτσια μαζί έχουν τη ευκαιρία να τραγουδούν έναν ύμνο στα νιάτα, την ωραιότερη εποχή της ζωής, ταξιδεύοντας με ένα μοντέρνο αμερικάνικου τύπου κάμπριο αυτοκίνητο και στο τέλος παντρεύονται το αγόρι ή το κορίτσι που επιλέγουν. Με τα παραπάνω καταδεικνύεται ο μοντερνισμός, ο εκσυγχρονισμός αλλά και ο υπερβολικός καταναλωτισμός που είναι αναπόσπαστα στοιχεία του ελληνικού μιούζικαλ, που αγκαλιάζει κυρίως τους νέους της εποχής οι οποίοι ζούσαν σε μια κοινωνία με γρήγορη οικονομική ανάπτυξη, πολλές κοινωνικές αλλαγές και επικράτηση Αμερικανικών επιδράσεων πολιτισμού και τρόπου ζωής.

Το Ραντεβού στον Αέρα γυρίστηκε το 1966, δηλαδή την ίδια εποχή που ήρθε η τηλεόραση στην Ελλάδα. Έτσι η έκφραση στον "αέρα" συμφωνεί απόλυτα και με την πτήση με αεροπλάνο αλλά και με την τηλεοπτική παρουσίαση.

Το πρώτο νούμερο της ταινίας είναι ένα χορευτικό με μουσική τύπου τζαζ που μιμείται το γαλλικό καμπαρέ και τα αμερικάνικα μιούζικαλ, ενώ στο δεύτερο νούμερο της ταινίας η μουσική έχει καθαρά δυτικοευρωπαϊκό χαρακτήρα σε ρυθμό βάλς. Μόνο στο τρίτο νούμερο εμφανίζεται η παραδοσιακή ελληνική μουσική, όπου η Ρένα Βλαχοπούλου, σύμφωνα με το σενάριο, σε ένα πάρτυ στο Παρίσι μαθαίνει στους Γάλλους να χορεύουν συρτάκι. Το νούμερο αυτό καταδεικνύει πόσο αγαπητό ήταν το συρτάκι στο εξωτερικό και παρουσιάζει την Ελλάδα ως χώρα που θα διασκέδαζε πολύ τους ξένους τουρίστες. Το τέταρτο νούμερο συνενώνει ελληνικά φολκλορικά στοιχεία με ξένο καμπαρέ. Σαν   σκηνικό παρουσιάζει ένα κτίριο με την επιγραφή "καφενείο" και προσδίδει ένα ελληνικό στοιχείο φολκλόρ, που θυμίζει ελληνική παραδοσιακή ατμόσφαιρα. Η μουσική αποτελεί ένα συνδυασμό μπουζουκιού και τζάζ και ο χορός έχει κίνηση που θυμίζει τσιφτετέλι και βήματα από καμπαρέ. 

 Το κωμικό στοιχείο έχει τη βάση του στο γεγονός ότι συνυπάρχουν δυο τελείως όμοιες ηρωίδες, αφού η Ρένα Βλαχοπούλου υποδύεται δυο ρόλους. Σε επόμενο μουσικό νούμερο έχουμε ένα αργό ρομαντικό τραγούδι, μια μπαλάντα, που τραγουδά ο ηθοποιός και τραγουδιστής Γιάννης Βογιατζής στη Λία (Μάρθα Καραγιάννη). Στο έβδομο νούμερο τρεις νέες και δυο νέοι τραγουδούν σε μια τεράστια λευκή λιμουζίνα πηγαίνοντας για μπάνιο στο Λαγονήσι. Μια τελείως διαφορετική ατμόσφαιρα δημιουργείται στο όγδοο νούμερο που έχει ως αφετηρία του το ατύχημα του Κώστα να χτυπήσει το κεφάλι του σε ένα δέντρο. Έτσι φαντάζεται ότι τέσσερις κοπέλες από ανατολίτικο χαρέμι χορεύουν μπροστά του με αργόσυρτη αραβική μουσική, ενώ στη συνέχεια αυτή γίνεται πιο ζωηρή  και εισάγεται και το μπουζούκι μεταξύ των οργάνων. 

Το τελευταίο (ένατο) μουσικοχορευτικό νούμερο δίνει στο έργο ένα λαμπερό και φαντασμαγορικό θέαμα που προβάλλεται από κάποιο πειραματικό τηλεοπτικό σταθμό. Είναι η εποχή που η τηλεόραση είχε μόλις εμφανιστεί στη ζωή των Ελλήνων. Στο φόντο της σκηνής υπάρχει μια τεράστια οθόνη τηλεόρασης με δυο σκάλες δεξιά και αριστερά της. Η Βλαχοπούλου εμφανίζεται μέσα από την τηλεόραση ως παρουσιάστρια του σόου και αναφέρεται νοσταλγικά σε τρεις διαφορετικές μουσικές εποχές, με διαφορετική τεχνολογία και ανάλογες προτιμήσεις. Αρχίζει από το γραμμόφωνο, όπου ακούγονται οι ήχοι ενός τανγκό, που το χορεύουν στη σκηνή τρία ζευγάρια. Κατόπιν μεταφερόμαστε στην εποχή του Ραδιοφώνου και ακούγεται ένας χορός σε στύλ καμπαρέ. Τέλος τονίζεται η νέα εξέλιξη, η τηλεόραση, και οι χορευτές χορεύουν ένα γρήγορο συρτάκι. Έτσι σηματοδοτούνται οι τρεις διαφορετικές χρονικές περίοδοι και οι αλλαγές στην κοινωνία, την τεχνολογία και τη διασκέδαση. Στο τέλος η Ρένα Βλαχοπούλου εμφανίζεται να τραγουδά το τελευταίο τραγούδι, που η μουσική και οι στίχοι του ακούγονται νοσταλγικοί και επισημαίνουν ότι τα χρόνια φεύγουν και τα πάντα αλλάζουν. 

Το φαντασμαγορικό τελευταίο νούμερο, το λεγόμενο "γκράν φινάλε", είναι αυτό που χαρακτηρίζει τα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη και τα κάνει ξεχωριστά. Το "γκράν φινάλε" ήταν χαρακτηριστικό της επιθεώρησης, αλλά με τις ταινίες του Δαλιανίδη διαμορφώθηκε και αποτέλεσε το κύριο χαρακτηριστικό του Ελληνικού μιούζικαλ. 

 Πηγές: Παπαδημητρίου Λυδία (2009), Το Ελληνικό Κινηματογραφικό Μιούζικαλ, Αθήνα: Παπαζήση

Λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο

Λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο- η ταινία που έκανε τον Χατζιδάκι τραγουδοποιός
Η ταινία, σε σενάριο/σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελάριου και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι,  παρουσιάστηκε το 1955 από την Κινηματογραφική εταιρεία ΦΙΝΟΣ FILM. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι σε αυτή την ταινία ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε εκτός από τη μουσική της και τα τραγούδια της σε στίχους Αλέκου Σακελάριου. Αυτή είναι η πρώτη φορά που ο Χατζιδάκις έγινε και τραγουδοποιός και συνθέτης της μουσικής μιας ταινίας. Τα τραγούδια είναι το "Γαρύφαλλο στ' αυτί", το "Είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω" και το "Φιλί σου είμαι μέλι". Ειδικά τα δύο πρώτα σημείωσαν μεγάλη επιτυχία και έγιναν γνωστά και αγαπητά από όλους τους Έλληνες. Το πρώτο έγινε και τίτλος δυο επιθεωρήσεων. "Γαρύφαλλο στ' αυτί" η μια και "...πονηριά στο μάτι" η άλλη επιθεώρηση. Η επιτυχία ήταν τέτοια που ο Φίνος έπεισε το Σακελλάριο να γυρίσει και τη συνέχεια της ταινίας με τίτλο "Λατέρνα, φτώχεια και Γαρύφαλλο".

Στο πρώτο μουσικοχορευτικό νούμερο της ταινίας που ακούγεται το τραγούδι "Γαρύφαλλο στο αυτί", το τραγουδούν και το χορεύουν δύο μάγκες (Βασίλης Αυλωνίτης και Μίμης Φωτόπουλος) με μια παρέα από τσιγγανοπούλες. Ο χορός τους θυμίζει το λαϊκό θέατρο και ως προς την αισθητική και ως προς το θέμα του. Το τραγούδι αυτής της σκηνής, η οποία εξελίσσεται στην ύπαιθρο, κατατάσσεται στο έντεχνο ελληνικό τραγούδι, με βαθιές καταβολές στο λαϊκό, το ρεμπέτικο και το δημοτικό τραγούδι. Η τολμηρή γλώσσα που χρησιμοποιεί ο στιχογράφος (Αλέκος Σακελλάριος) μας παραπέμπει στο ρεμπέτικο και την επιθεώρηση.

Φτάνοντας πια σε ένα χωριό της ελληνικής υπαίθρου οι δυο μάγκες που προσπαθούν να κερδίσουν το ψωμί τους με μια λατέρνα, δηλαδή με ένα ξεπερασμένο πια επάγγελμα που οι νέες μουσικές τάσεις και το γραμμόφωνο το είχαν καταδικάσει στην αφάνεια, βρίσκουν σε εξέλιξη το πανηγύρι της Παναγίας της Πλατανιώτισας. Εκεί βρίσκονται μπροστά στις παρέες των χωρικών, που γλεντούν στην ύπαιθρο γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι, πίνοντας και χορεύοντας. Για μια ακόμη φορά, προβάλλεται ο ελληνικός  τρόπος διασκέδασης, ο οποίος έχει σαν βάση του το τραγούδι και το χορό. Πρόκειται για ένα ρεμπέτικο με λαϊκή αστική μορφή που συνέθεσε ο Μάνος Χατζιδάκις και τους στίχους έγραψε ο Αλέκος Σακελλάριος. Είναι το γνωστό "Είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω και θα πω και μια κουβέντα παραπάνω". Το τραγούδι σατιρίζει τον μάγκα της εποχής, τον σκληρό άντρα. Η ομάδα των χωρικών συμπληρώνει τη σάτιρα του σκληρού άντρα και, όταν αυτός μετά από ένα ζεϊμπέκικο, αντιμετωπίζει την δυναμική γυναίκα του που σχεδόν τον γελοιοποιεί, οι χωρικοί ξεσπούν στα γέλια. Στη σκηνή υποδηλώνεται φανερά ότι, σύμφωνα με τον αστικό κώδικα του ρεμπέτικου, ο άντρας είναι ο σκληρός ο μάγκας που θα πει και μια κουβέντα παραπάνω στην γυναίκα του. Σύμφωνα όμως με τη γνώμη των χωρικών η γυναίκα είναι η πιο δυναμική, η πιο αποφασιστική και αυτή που τελικά επιβάλλει τη γνώμη της. Ακόμη είναι εμφανής η προσέγγιση του αστικού κέντρου, της πόλης με το χωριό και σε άλλα στοιχεία πολιτισμού, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι το ρεμπέτικο αντικαθιστά στην διασκέδαση το δημοτικό τραγούδι και εξελίσσεται σε λαϊκό, αφού όλοι εκφράζονται με αυτό. Το γεγονός ότι γλεντούν όλοι μαζί εκφράζει την ανάγκη τους να διασκεδάσουν με απλά μέσα, ποτό και κυρίως τραγούδι και χορό, την αλληλεγγύη και την αγάπη τους για τη ζωή, έννοιες που μας θυμίζουν τις αξίες που κυριαρχούσαν στην μετά τον πόλεμο δεκαετία στην ελληνική κοινωνία.

Το έργο κινείται σε δυο παράλληλα πλάνα. Στο πρώτο κυριαρχούν οι δυο φτωχοί αλλά φιλότιμοι λατερνατζήδες και τονίζεται ιδιαίτερα ο λαϊκός πολιτισμός. Στο δεύτερο πλάνο έχουμε την εξέλιξη της αισθηματικής ιστορίας δύο νέων της Καίτης (Τζένη Καρέζη) με τον αγαπημένο της Δημήτρη (Αλέκος Αλεξανδράκης), η οποία μέχρι τώρα συναντούσε εμπόδια λόγω κοινωνικών και ταξικών διαφορών. Παράλληλα υποδηλώνεται ότι για να καταστεί δυνατή η άνοδος ενός νέου υπαλλήλου και η παρουσία του στην ανώτερη κοινωνική τάξη, εκτός από τις επαγγελματικές γνώσεις και την εργατικότητα, είναι απαραίτητο εφόδιο και ένας ανάλογος κοινωνικά γάμος. Η ιστορία της Καίτης και του Δημήτρη αποτελεί μια δεύτερη αναφορά της ταινίας στις αλλαγές στην συμπεριφορά των φύλων (δυναμική γυναίκα αδύναμος άντρας), που εμφανίζονται στην μεταπολεμική Ελλάδα στην εποχή της ανασυγκρότησης. Η ταινία ήρθε δεύτερη σε αριθμό εισιτηρίων για το έτος 1955 με πρώτη τη "Στέλλα" με τη Μελίνα Μερκούρη. Η ταινία θεωρείται ότι έχει αυθεντικότητα και αυτονομία και δεν υπάγεται σε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία ταινιών, αλλά αποτελεί ένα κράμα μουσικής ηθογραφικής κωμωδίας, που έχει τις ρίζες της στην επιθεώρηση, το κωμειδύλλιο και το λαϊκό θέατρο, και αισθηματικής κωμωδίας.


Πηγές: Παπαδημητρίου Λυδία (2009), Το Ελληνικό Κινηματογραφικό Μιούζικαλ, Αθήνα: Παπαζήση http://www.greektenies.com/plerophories/plerophories/laterna-phtokheia-kai-philotimo.html