Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Οι θαλασσιές οι χάντρες

Η αυξανόμενη άνοδος του τουρισμού από τα μέσα του 1960 ως και όλη τη δεκαετία του 1970 είχε θετικές αλλά και αρνητικές συνέπειες για τους Έλληνες. Έτσι, απο την μια έφερε πρόσκαιρη οικονομική άνθιση, με όλα τα συνακόλουθα αυτής, από την άλλη όμως εξέθεσε τον ελληνικό πληθυσμό σε δυτικότροπες πολιτισμικές και κοινωνικές αξίες, οι οποίες περιστασιακά τον επηρέασανμ, παρόλο που τελικά διατήρησε τη δική του εθνική ταυτότητα. Όπως ήταν φυσικό το ελληνικό μιούζικαλ επηρεάστηκε πολύ από το κεφάλαιο τουρισμός. Στις "Θαλασσιές τις Χάντρες" (1966-1967) ο τουρισμός παρουσιάζεται από την ελληνική πλευρά δηλαδή σαν δουλειά και όχι σαν διασκέδαση. Γενικά σε όλο το έργο τονίζεται η τουριστική σημασία της Ελλάδας, όχι μόνο για τους ξένους τουρίστες αλλά και για τους Έλληνες, που προσπαθούν να αποκομίσουν κέρδη από αυτή. Το σενάριο και η σκηνοθεσία είναι του Γιάννη Δαλιανίδη, ο οποίος πολύ έυστοχα χαρακτήρισε την ταινία ως μουσική ηθογραφία, και η μουσική είναι του Μίμη Πλέσσα.

Η υπόθεση πλέκεται κυρίως γύρω από δυο νέους, τον Φώτη και τη Μαίρη (Φ. Γεωργίτσης και Ζ. Λάσκαρη), που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, ασχολούνται με δύο διαφορετικα είδη μουσικής και γενικά έχουν διαφορετική πολιτισμική κουλτούρα. Ο Φώτης είναι παιδί μιας φτωχής οικογένειας από την εργατική τάξη και παίζει μπουζούκι σε μια ταβέρνα. Και το μπουζούκι και η ταβέρνα για εκείνη την εποχή αποτελούν τρόπο διασκέδασης της κατώτερης κοινωνικά τάξης. Αντίθετα η Μαίρη ανήκει σε μια πλούσια οικογένεια της ανώτερης κοινωνίας. Παίζει πόπ μουσική και τραγουδά αγγλικά. Αυτή η ταξική διαφορά τονίζεται με ποικίλους τρόπους στην ταινία, δηλαδή καταρχήν με τα σκηνικά, αλλά και από το γεγονός ότι ο Φώτης ζεί με την μητέρα του σε ένα παλιό σπίτι και παίζει μπουζούκι σε ταβέρνα, ενώ αντίθετα η Μαίρη ζει στο πολυτελές σπίτι των γονιών της. Την κοινωνική τους διαφορά δείχνει και ο τρόπος που οι δύο νέοι ντύνονται καθώς και το γενικό παρουσιαστικό τους. Η κοπέλα σε κάποιο σημείο του έργου του δηλώνει ότι εκείνο που τους αποξενώνει είναι: 'ο τρόπος που ντύνεται, οι τρόποι του, του μουστάκι του'.

Στη συνέχεια τρεις άνδρες προσπαθούν να πουλήσουν ελληνικά σουβενίρ σε μια ταβέρνα στην οποία συχνάζουν ξένοι τουρίστες. Εκεί τραγουδά και παίζει μπουζούκι, ως επικεφαλής της ορχήστρας τεσσάρων μπουζουκιών, ο Φώτης, ο νέος της εργατικής τάξης, ο οποίος έχει και πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο. Η ταινία είναι η πρώτη στην οποία το μπουζούκι και οι άνδρες της εργατικής τάξης παίζουν σημαντικό ρόλο.

Στην ταβέρνα και μέσα στα πλαίσια της νοοτροπίας του "Ρωμιού" για την διασκέδαση, συνυπάρχουν και παρουσιάζονται στους τουρίστες όλα τα χαρακτηριστικά μιας ρωμέϊκης διασκέδασης, όπως είναι το μπουζούκι, το καμπολόϊ, το ζεϊμπέκικο και το χασάπικο, το τραγούδι και ο χορός, και φυσικά το σπάσιμο των πιάτων, ακόμη και ο καβγάς μεταξύ ανδρών για την τιμή τους. Με όλα αυτά προσπαθούν να δώσουν στους τουρίστες μια πραγματική εικόνα του εθνικού χαρακτήρα του Έλληνα. Στην ταβέρνα προβάλλεται ένα από τα μουσικά νούμερα της ταινίας. Πρόκειται για ένα λαϊκό τραγούδι που συμπληρώνεται από ένα συρτάκι. Στο σημείο αυτό τονίζεται για μια ακόμα φορά ο τρόπος που διασκεδάζει ο "Ρωμιός".

Σύντομα η σκηνή μεταφέρεται σε ένα κέντρο, απέναντι από την ταβέρνα, από το οποίο ακούγονται ήχοι ευρωπαϊκής μοντέρνας μουσικής. Εκεί συναντούν τη Μαίρη (Ζωή Λάσκαρη) με μια παρέα γυναικών που παίζουν ηλεκτρικές κιθάρες, τραγουδώντας ένα ξένο τραγούδι. Από την πρώτη ματιά, όπως δηλώνει και η μουσική, οι δυο πρωταγωνιστές αισθάνονται μια έλξη μεταξύ τους.

Τα δύο επόμενα μουσικά νούμερα εστιάζουν στους φόβους των δύο νέων, μήπως απορριφθούν ο ένας από τον άλλον. Στο πρώτο νούμερο ο Φώτης, βγαίνοντας από το κλάμπ νομίζει ότι βλέπει τη Μαίρη. Τρέχει να την αγγίξει και εκείνη χάνεται. Η μουσική ξεκινά με μπουζούκι, ενώ ο Φώτης τρέχει προς εκείνη. Οι επόμενες δύο σκηνές παρουσιάζουν την Μαίρη να ποζάρει και να χορεύει γύρω από το Φώτη. Τελικά η κάμερα κάνει ζουμ επάνω της, καθώς εκείνη εγκαταλείπει τη σκηνή. Ακούγεται τότε η σκληρός ήχος των ντράμς που δηλώνει αγωνία, ενω ο Φώτης τρέχει προσπαθώντας να ξεφύγει από τις φαντασιώσεις του. Κατόπιν ακουγεται ένα μπουζούκι, ενώ ταυτόχρονα η Μαίρη εμφανίζεται και προσπαθεί να το σταματήσει. Ο Φώτης με πολλούς άλλους χορευτές χορεύει ένα χορό σε ρυθμό μεταξύ χασάπικου και ζεϊμπέκικου. Τότε εμφανίζεται η Μαίρη χορεύοντας μοντέρνα σε στυλ πόπ μουσικής. Ενδιάμεσα όμως ακούγεται και η μουσική των μπουζουκιών. Έτσι έχουμε ένα άκουσμα που συνενώνει το μπουζούκι με την πόπ μουσική, η οποία τελικά φαίνεται να επικρατεί.

Το επόμενο παρόμοιο μουσικό νούμερο ξεκινά αφού ο Φώτης έχει αφαιρέσει το μουστάκι του, για χάρη της Μαίρης, η οποία τον ειρωνεύεται και εκείνος τη χαστουκίζει. Κατά ένα παράδοξο τρόπο το χαστούκι λειτούργησε θετικά στο συναίσθημα της Μαίρης, η οποία έτρεξε να τον συναντήσει. Νομίζει πως ξεχωρίζει τον Φώτη ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους- αγάλματα, αλλά εκείνοι εξαφανίζονται μόλις τους αγγίζει. Τότε εμφανίζεται ο Φώτης να χορεύει ένα αργό ζεϊμπέκικο και στη συνέχεια ένα γρήγορο συρτάκι, ενώ τον περιβάλλουν πολλοί χορευτές με μπλέ κομπολόγια στα χέρια τους. Η σκηνή δικαιολογεί τον τίτλο της ταινίας "Οι θαλασσιές οι Χάντρες" και παράλληλα τονίζει την νοοτροπία του "Ρωμιού" η οποία προβάλλεται σε όλη την ταινία. Το μουσικό νούμερο τελειώνει, καθώς όλοι γιορτάζουν την ένωση του ζευγαριού χορεύοντας με μουσική από μπουζούκια Όταν η Μαίρη κατάλαβε ότι αγαπά τον Φώτη, τον γνωρίζει στους γονείς της, καλώντας τον με την παρέα του, σε μια δεξίωση που έδωσαν στο πλούσιο σπίτι τους. Είχε φροντίσει όμως να τους ντύσει με ό,τι πιο σύγχρονο και μοντέρνο πρόσταζε η μόδα της εποχής.

Οι γονείς της και η ανώτερη κοινωνία τους αποδέχονται, καθώς με την ανάλογη ενδυμασία είχαν επιτύχει "να ανέβουν κοινωνικά". Στο σημείο αυτό σατιρίζονται οι νεόπλουτοι της εποχής του 1960, που προσπαθούσαν να προβληθούν κοινωνικά, βασισμένοι στην εξωτερική τους εμφάνιση και όχι στις πνευματικές τους ικανότητες. Οι γονείς της Μαίρης αποδέχονται τελικά ως γαμπρό τους τον Φώτη και δηλώνουν ότι θα τον βοηθήσουν στην μουσική του καριέρα, παρόλο που η γνώμη της μητέρας της είναι πολύ απαξιωτική για την αυθεντικότητα της λαϊκής μουσικής.

Το τελευταίο νούμερο, το 'Γκράν Φινάλε', εξελίσσεται έξω από την ταβέρνα στην οποία ο Φώτης είχε ξεκινήσει την καριέρα του και συγκροτείται από δύο μέρη που η ιδιαιτερότητά τους είναι στο ρυθμό της μουσικής. Και στα δύο μέρη έχουμε ως μουσικά όργανα τα μπουζούκια. Το πρώτο είναι ένα αργό λαϊκό τραγούδι, στο οποίο συμμετέχει πολύ κόσμος. Το δεύτερο μέρος είναι ένα γρήγορο και ζωηρό συρτάκι που το χορεύουν όλοι, χορευτές και πρωταγωνιστές μαζί, αποχαιρετώντας μας καθώς εγκαταλείπουν τη σκηνή.

Με την ταινία του αυτή ο Γιάννης Δαλιανίδης είχε ως στόχο του να δώσει τον πραγματικό εθνικό χαρακτήρα του Έλληνα, για αυτό αποτυπώνεται η ταυτότηα του "Ρωμιού", όπως τη βλέπει ο ίδιος ο Έλληνας. Τέλος για να τονίσει το μουσικό και το θεαματικό μέρος της ταινίας, χρησιμοποιεί την μεγάλη δημοτικότητα των μπουζουκιών σε ομάδες ατόμων με διαφορετική οικονομική και κοινωνική κατάσταση.
Πηγές: Παπαδημητρίου Λυδία (2009), Το Ελληνικό Κινηματογραφικό Μιούζικαλ, Αθήνα: Παπαζήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου