Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Ραδιοφωνική εκπομπή You Smile


Ως την τελευταία μεγάλη της δραστηριότητα η Ερευνητική Ομάδα του Πολιτιστικού μας προγράμματος επέλεξε να διεξάγει μία πειραματική ραδιοφωνική εκπομπή, αποδεχόμενη την εξαιρετικά τιμητική πρόσκληση που δεχτήκαμε από την οργάνωση «Το χαμόγελο του Παιδιού». Πέντε μέλη της ομάδας μας είχαν την ευκαιρία να επισκεφθούν, την 26η Ιουνίου, τις εγκαταστάσεις του You smile και να πραγματοποιήσουν εκεί μία αληθινή ραδιοφωνική εκπομπή, με την βοήθεια των επαγγελματικών τεχνικών μέσων που διατίθεντο. Η μετάδοση της εκπομπής γινόταν μέσω της ιστοσελίδας www.yousmile.gr και τα θέματά της αντλούνταν από τις ποικίλες δραστηριότητες που υλοποίησε η Ομάδα μας, καθ’ όλη τη διάρκεια του σχολικού έτους, όπως η επίσκεψή μας στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, η συνάντησή μας με τον Κώστα Βουτσά και τον Μίμη Πλέσσα, η εκδρομή
μας στην Θεσσαλονίκη και λοιπά. Η αρμόδια συντονίστρια της εκπομπής, η κυρία Χριστίνα, καθοδήγησε τα μέλη της Ομάδας μας σχετικά με το φιλικό και χαλαρό ύφος που έπρεπε να προσδώσουν. Η εκπομπή κίνησε ομαλά και διασκεδαστικά, με την ομάδα να προβάλει τις δραστηριότητές της σε διαλογικό ύφος και «παρεΐστικη» διάθεση, και ολοκληρώθηκε με χιούμορ και αστεία μεταξύ των συντελεστών.
Η εμπειρία που αποκόμισε η Ομάδα από αυτήν της την δραστηριότητα ήταν μοναδική καθώς καταφέραμε να εργαστούμε σε επαγγελματικό περιβάλλον με υψηλό τεχνολογικό εξοπλισμό, μία εμπειρία η οποία ολοκλήρωσε τον ήδη μεγάλο αριθμό δραστηριοτήτων της Ερευνητικής μας Ομάδας για το σχολικό έτος 2012-2013.

Γοργόνες και Μάγκες


Όπως "οι θαλασσιές οι Χάντρες", έτσι και η ταινία "Γοργόνες και Μάγκες" (168-1969) είναι επηρεασμένη από το ιδιαίτερο τουριστικό ενδιαφέρον που παρουσίαζε η χώρα μας.

Το σενάριο και η σκηνοθεσία της ταινίας είναι του Γιάννη Δαλιανίδη, η μουσική του Μίμη Πλέσσα και οι χορογραφίες των μουσικών νούμερων, που φτάνουν τα δέκα, του Γιάννη Φλερύ. Την ταινία ανέλαβε η εταιρεία παραγωγής ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ, και η πρώτη προβολή της έγινε στις 2/12/1968.

Στην αρχή η ταινία παρουσιάζει τον τουρισμό σαν μια ασχολία, που την επιδιώκουν, όσοι θέλουν να κερδίσουν από αυτόν. Δηλαδή και σε αυτή την ταινία ο τουρισμός παρουσιάζεται ως ευκαιρία για κέρδη από επιτήδεια άτομα, που εκμεταλλεύονται κατάλληλα τις ευκαιρίες που προσφέρονται σε αυτόν τον τομέα.

Δύο νέοι, άγνωστοι μεταξύ τους, ο Πέτρος (Φάιδων Γεωργίτσης), ένας ραλίστας, και η Φλώρα (Μαίρη Χρονοπούλου), όταν έμαθαν ότι ένας Ελβετός επιχειρηματίας θα επενδύσει τουριστικά σε ένα ελληνικό νησί, θέλησαν να επωφεληθούν από αυτή την ευκαιρία, ώστε να πλουτίσουν.

Ως πρώτο μουσικό νούμερο στην ταινία έχουμε τους φίλους του ραλίστα, που τον επευφημούν για το χρόνο που έφερε, καθώς προπονείται για ένα ράλυ στον οποίο θα συμμετείχε. Αγόρια και κορίτσια χορεύουν ανάλαφρα και τραγουδούν ένα χαρούμενο τραγούδι στο φίλο τους. Το μπουζούκι δεν υπάρχει στην μουσική αυτού του νούμερου.

Σε επόμενο μουσικό νούμερο εμφανίζεται η Φλώρα, αρχικά μόνη της στην σκηνή και στη συνέχεια χορεύει συνοδευόμενη από μπαλέτο έξι γυναικών με μαύρες φόρμες χορού, που χορεύουν πιασμένες από τους ώμους. Στην μουσική ακούγονται διπλοπενιές σε αργό ρυθμό. Συνοδεύει με ένα ρομαντικό τραγούδι ο Γιάννης Πουλόπουλος με την κιθάρα του.

Πολύ σύντομα ακολουθεί τρίτο μουσικό νούμερο, με τον Βαγγέλη Σειληνό και τη Νόρα Βαλσάμη ως κεντρικό χορευτικό ζευγάρι. Η χορογραφία είναι βασισμένη στους ελληνικούς δημοτικούς χορούς και οι στίχοι του τραγουδιού είναι σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο που χαρακτηρίζει την δημοτική μας ποίηση. Η σκηνή αρχικά παρουσιάζει κάποιον νησιώτη να χτυπά την καμπάνα σε ένα εκκλησάκι. Κατόπιν δείχνει φυσικά τοπία του νησιού και τους ψαράδες καθισμένους τον ένα πίσω από τον άλλον να ξεμπλέκουν τα δίχτυα τους. Ταυτόχρονα η μουσική παίζει ζωηρά και χαρούμενα, ενώ έξι κοπέλες με επικεφαλής τη Νόρα Βαλσάμη, πλησιάζουν τους ψαράδες και χορεύουν όλοι μαζί. 
Ο Πέτρος και η Φλώρα καταφθάνουν στο νησί με την υστεροβουλία να αγοράσουν φθηνά οικόπεδα και να τα πουλήσουν κατόπιν, όταν η αξία τους θα έχει διπλασιαστεί. Οι δυο νέοι, ο καθένας για τον εαυτό του, προσπαθούν να πείσουν τους νησιώτες να τους πουλήσουν γη. Οι ντόπιοι κάτοικοι του νησιού όμως, μετά από συμβουλή και επιμονή μιας γερόντισσας αρχόντισσας, και του εγγονού της, που ήταν εφοπλιστής, είναι πολύ διστακτικοί και αρνούνται να τους πουλήσουν.
Στη συνέχεια παρουσιάζεται ένα μουσικό νούμερο που εκτελείται από την Μαρίνα (Μάρθα Καραγιάννη), αδελφή του Παναγή, και τον Νικόλα (Βαγγέλη Σειλινό), όταν όλη η παρέα των ψαράδων πήγε να γευματίσει στην ταβέρνα του Παναγή. Στο περιεχόμενο του τραγουδιού η Μαρίνα, η οποία θέλει να φύγει από το νησί, και να ζήσει τη μεγάλη ζωή της πόλης, περιγράφει πώς φαντάζεται τον άντρα που θα παντρευτεί, που τον θέλει να κατάγεται από σπουδαία οικογένεια, ευγενικό, πλούσιο για τον οποίο η κάθε της επιθυμία θα είναι νόμος. Και αυτό το μουσικό νούμερο είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο.
Στο επόμενο μουσικό νούμερο η Φλώρα χορεύει και τραγουδά ένα ζωηρό ρυθμό στο μαγειρίο του Παναγή (Γιάννης Βογιατζής). Το περιεχόμενο του τραγουδιού προβάλλει την καλή πλευρά του τουρισμού, την πρόοδο και την άνεση, αφού η Φλώρα προσπαθεί με αυτό τον τρόπο να πείσει του νησιώτες να της πουλήσουν οικόπεδα. Σε ένα σημείο του παραπάνω μουσικού νούμερου η οθόνη χωρίζεται στα δύο. Στο ένα μέρος προβάλλεται η Φλώρα να χορεύει και να τραγουδά, και στο άλλο μέρος εμφανίζονται τα αγαθά του τουρισμού, όπως ξενοδοχειακές μονάδες, ιστιοπλοϊκά, θαλάσσιο σκι κ.α. Ο τουρισμός εδώ φαίνεται να έχει σχέση με τις διακοπές τη χαρά και το μοντέρνο.

Σε ένα επόμενο μουσικό νούμερο με το οποίο η Φλώρα προσπαθεί να δελεάσει τους νησιώτες να πουλήσουν τη γη τους ακολουθεί ένα ντουέτο με τη Φλώρα και τον Νικόλα που χορεύουν ζεϊμπέκικο με μουσική κυρίως μπουζουκιών. Τους συνοδεύουν δυο άντρες που και αυτοί αποτελούν μέρος της παρέας και χορεύουν μαζί τους. Η σκηνή έχει σαν φόντο τα στενά δρομάκια και τα νησιώτικα σπίτια.

Ο αρραβωνιαστικός της Μαρίνας, ο Δημητρός, βλέποντας την να αγκαλιάζει τον Πέτρο (Φαίδων Γεωργίτσης), ζηλεύει τόσο πολύ και θυμώνει με τη συμπεριφορά της ώστε φτάνει στο σημείο να έχει ψευδαισθήσεις, ότι δηλαδή είναι σκληρός και αμείλικτος πειρατής. Έτσι κτίζεται το επόμενο μουσικό νούμερο με πειρατές που παλεύουν μεταξύ τους με πιστόλες και ξίφη, ενώ η Μαρίνα σέρνεται στα πόδια του Δημητρού, ικετεύοντάς τον να την συγχωρήσει κάτι που στο τέλος το επιτυγχάνει και νιώθουν ευτυχισμένοι και οι δυο τους. 

Στο μεταξύ η Φλώρα δέχτηκε την πρόσκληση του Ιάσονα, εγγονού της γερόντισσας, και τον επισκέπτεται στο σπίτι του. Εκεί οι δυο νέοι αισθάνονται ότι ο ένας είναι πλασμένος για τον άλλον και αμέσως μετά χορεύει και τραγουδά ένα ρομαντικό τραγούδι που αναφέρεται στην αγάπη τους, έχοντας ως φόντο νησιώτικα τοπία και δρομάκια.

Ακολουθεί μια σκηνή στην οποία ο Νικόλας, που έτρεφε μια συμπάθεια για την Φλώρα, πετά τη βέρα των αρραβώνων του με τη Νόρα Βαλσάμη τη στιγμή που εκείνη προσπαθούσε να τον κάνει να καταλάβει ότι αυτή η γυναίκα (η Φλώρα) μόνο να τον εκμεταλλευτεί θέλει. Τότε εμφανίζεται η Μαρινέλα τραγουδώντας ένα θρηνητικό τραγούδι ("Άνοιξε Πέτρα για να μπω..."), το οποίο χορεύει ο Νικόλας, ενώ η αρραβωνιαστικιά του καταφεύγει στο χορό των γυναικών που έχουν εμφανιστεί στη σκηνή για να την παρηγορήσουν. Η πλατεία του χωριού με τα σπίτια στο βάθος, ο θρήνος της Μαρινέλας για την απώλεια του μνηστήρα, οι κυκλικοί χοροί που χορεύουν οι γυναίκες με τις μαύρες μαντήλες στο κεφάλι ακόμα και ο θρήνος της τραγουδίστριας που είναι στο πρώτο ενικό πρόσωπο ανακαλούν στη μνήμη μας το χορό στις παραστάσεις της Αρχαίας Ελληνικής Τραγωδίας.
Στην μεταπολεμική εποχή έχουμε αναβίωση των παραστάσεων του Αρχαίου Ελληνικού δράματος (τραγωδίας και κωμωδίας) στο θέατρο της Επιδαύρου αρχικά και στο θέατρο του Ηρώδου του Αττικού στην Αθήνα, αργότερα. Το συγκεκριμένο τραγούδι της Μαρινέλας έχει ως βάση του και ως προς την μουσική και ως προς το θέαμα μια σύζευξη της Αρχαίας Ελληνικής Τραγωδίας με στοιχεία του Ελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Με αυτή την συνεννόηση επιδιώκεται να τονιστεί η ενότητα του ελληνικού έθνους από τα Αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα.

Το «γκραν φινάλε» του μιούζικαλ, που πάντα είναι λαμπερό, αποτελείται από μικρότερα μουσικά νούμερα και παριστάνεται σε ένα κέντρο με τη δικαιολογία ότι οι δύο νέοι φεύγουν για την Αμερική και θέλουν να αποχαιρετίσουν τους φίλους τους. Το περιβάλλον είναι πλουσιο και μοντέρνο και προσκεκλημένοι είναι όλοι οι νησιώτες, φίλοι της Φλώρας και πολύς ακόμη κόσμος. Αρχικά εμφανίζεται η Φλώρα με μακρυά κίτρινη τουαλέτα και προσκαλεί τους φίλους της να ανέβουν στην πίστα και να χορέψουν. Ταυτόχρονα εμφανίζεται τετραμελές χορευτικό συγκρότημα που χορεύει ζεϊμπέκικο ενώ ο Γιάννης Πουλόπουλος τραγουδά ένα λαϊκό τραγούδι που το συνοδεύει μουσική από μπουζούκια. Κατόπιν εμφανίζεται η Μαρίνα (Μάρθα Καραγιάννη) με χρυσό πλουμιστό μπικίνι και χρωματιστά πούπουλα. Χορεύει ένα αργό χορό και τα νούμερα είναι σύντομα και έτσι αμέσως μετά εμφανίζεται ο Νικόλας να χορεύει ζεϊμπέκικο και η Μαρινέλα ντυμένη με άσπρα και γαλαζοπράσινη μαντήλα τραγουδά ένα αργό τραγούδι με ευχάριστο όμως περιεχόμενο αφού γύρισε πια αυτός που καρτερούσε. Χωρίς διακοπή εμφανίζεται στη σκηνή μπαλέτο από τρεις άντρες και τρεις γυναίκες, που χορεύουν πάλι ζεϊμπέκικο με τη συμμετοχή της Φλώρας και του Νικόλα. Στην τελευταία σκηνή, όπως συνηθιζόταν στο μεγάλο φινάλε, εμφανίζονται όλοι οι χορευτές πάνω στην σκηνή και οι ηθοποιοί που πήραν μέρος στο έργο με επικεφαλής το κυρίαρχο ζευγάρι (Ιάσων και Φλώρα) χορεύουν και χαιρετούν τους θεατές. 






   

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Οι θαλασσιές οι χάντρες

Η αυξανόμενη άνοδος του τουρισμού από τα μέσα του 1960 ως και όλη τη δεκαετία του 1970 είχε θετικές αλλά και αρνητικές συνέπειες για τους Έλληνες. Έτσι, απο την μια έφερε πρόσκαιρη οικονομική άνθιση, με όλα τα συνακόλουθα αυτής, από την άλλη όμως εξέθεσε τον ελληνικό πληθυσμό σε δυτικότροπες πολιτισμικές και κοινωνικές αξίες, οι οποίες περιστασιακά τον επηρέασανμ, παρόλο που τελικά διατήρησε τη δική του εθνική ταυτότητα. Όπως ήταν φυσικό το ελληνικό μιούζικαλ επηρεάστηκε πολύ από το κεφάλαιο τουρισμός. Στις "Θαλασσιές τις Χάντρες" (1966-1967) ο τουρισμός παρουσιάζεται από την ελληνική πλευρά δηλαδή σαν δουλειά και όχι σαν διασκέδαση. Γενικά σε όλο το έργο τονίζεται η τουριστική σημασία της Ελλάδας, όχι μόνο για τους ξένους τουρίστες αλλά και για τους Έλληνες, που προσπαθούν να αποκομίσουν κέρδη από αυτή. Το σενάριο και η σκηνοθεσία είναι του Γιάννη Δαλιανίδη, ο οποίος πολύ έυστοχα χαρακτήρισε την ταινία ως μουσική ηθογραφία, και η μουσική είναι του Μίμη Πλέσσα.

Η υπόθεση πλέκεται κυρίως γύρω από δυο νέους, τον Φώτη και τη Μαίρη (Φ. Γεωργίτσης και Ζ. Λάσκαρη), που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, ασχολούνται με δύο διαφορετικα είδη μουσικής και γενικά έχουν διαφορετική πολιτισμική κουλτούρα. Ο Φώτης είναι παιδί μιας φτωχής οικογένειας από την εργατική τάξη και παίζει μπουζούκι σε μια ταβέρνα. Και το μπουζούκι και η ταβέρνα για εκείνη την εποχή αποτελούν τρόπο διασκέδασης της κατώτερης κοινωνικά τάξης. Αντίθετα η Μαίρη ανήκει σε μια πλούσια οικογένεια της ανώτερης κοινωνίας. Παίζει πόπ μουσική και τραγουδά αγγλικά. Αυτή η ταξική διαφορά τονίζεται με ποικίλους τρόπους στην ταινία, δηλαδή καταρχήν με τα σκηνικά, αλλά και από το γεγονός ότι ο Φώτης ζεί με την μητέρα του σε ένα παλιό σπίτι και παίζει μπουζούκι σε ταβέρνα, ενώ αντίθετα η Μαίρη ζει στο πολυτελές σπίτι των γονιών της. Την κοινωνική τους διαφορά δείχνει και ο τρόπος που οι δύο νέοι ντύνονται καθώς και το γενικό παρουσιαστικό τους. Η κοπέλα σε κάποιο σημείο του έργου του δηλώνει ότι εκείνο που τους αποξενώνει είναι: 'ο τρόπος που ντύνεται, οι τρόποι του, του μουστάκι του'.

Στη συνέχεια τρεις άνδρες προσπαθούν να πουλήσουν ελληνικά σουβενίρ σε μια ταβέρνα στην οποία συχνάζουν ξένοι τουρίστες. Εκεί τραγουδά και παίζει μπουζούκι, ως επικεφαλής της ορχήστρας τεσσάρων μπουζουκιών, ο Φώτης, ο νέος της εργατικής τάξης, ο οποίος έχει και πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο. Η ταινία είναι η πρώτη στην οποία το μπουζούκι και οι άνδρες της εργατικής τάξης παίζουν σημαντικό ρόλο.

Στην ταβέρνα και μέσα στα πλαίσια της νοοτροπίας του "Ρωμιού" για την διασκέδαση, συνυπάρχουν και παρουσιάζονται στους τουρίστες όλα τα χαρακτηριστικά μιας ρωμέϊκης διασκέδασης, όπως είναι το μπουζούκι, το καμπολόϊ, το ζεϊμπέκικο και το χασάπικο, το τραγούδι και ο χορός, και φυσικά το σπάσιμο των πιάτων, ακόμη και ο καβγάς μεταξύ ανδρών για την τιμή τους. Με όλα αυτά προσπαθούν να δώσουν στους τουρίστες μια πραγματική εικόνα του εθνικού χαρακτήρα του Έλληνα. Στην ταβέρνα προβάλλεται ένα από τα μουσικά νούμερα της ταινίας. Πρόκειται για ένα λαϊκό τραγούδι που συμπληρώνεται από ένα συρτάκι. Στο σημείο αυτό τονίζεται για μια ακόμα φορά ο τρόπος που διασκεδάζει ο "Ρωμιός".

Σύντομα η σκηνή μεταφέρεται σε ένα κέντρο, απέναντι από την ταβέρνα, από το οποίο ακούγονται ήχοι ευρωπαϊκής μοντέρνας μουσικής. Εκεί συναντούν τη Μαίρη (Ζωή Λάσκαρη) με μια παρέα γυναικών που παίζουν ηλεκτρικές κιθάρες, τραγουδώντας ένα ξένο τραγούδι. Από την πρώτη ματιά, όπως δηλώνει και η μουσική, οι δυο πρωταγωνιστές αισθάνονται μια έλξη μεταξύ τους.

Τα δύο επόμενα μουσικά νούμερα εστιάζουν στους φόβους των δύο νέων, μήπως απορριφθούν ο ένας από τον άλλον. Στο πρώτο νούμερο ο Φώτης, βγαίνοντας από το κλάμπ νομίζει ότι βλέπει τη Μαίρη. Τρέχει να την αγγίξει και εκείνη χάνεται. Η μουσική ξεκινά με μπουζούκι, ενώ ο Φώτης τρέχει προς εκείνη. Οι επόμενες δύο σκηνές παρουσιάζουν την Μαίρη να ποζάρει και να χορεύει γύρω από το Φώτη. Τελικά η κάμερα κάνει ζουμ επάνω της, καθώς εκείνη εγκαταλείπει τη σκηνή. Ακούγεται τότε η σκληρός ήχος των ντράμς που δηλώνει αγωνία, ενω ο Φώτης τρέχει προσπαθώντας να ξεφύγει από τις φαντασιώσεις του. Κατόπιν ακουγεται ένα μπουζούκι, ενώ ταυτόχρονα η Μαίρη εμφανίζεται και προσπαθεί να το σταματήσει. Ο Φώτης με πολλούς άλλους χορευτές χορεύει ένα χορό σε ρυθμό μεταξύ χασάπικου και ζεϊμπέκικου. Τότε εμφανίζεται η Μαίρη χορεύοντας μοντέρνα σε στυλ πόπ μουσικής. Ενδιάμεσα όμως ακούγεται και η μουσική των μπουζουκιών. Έτσι έχουμε ένα άκουσμα που συνενώνει το μπουζούκι με την πόπ μουσική, η οποία τελικά φαίνεται να επικρατεί.

Το επόμενο παρόμοιο μουσικό νούμερο ξεκινά αφού ο Φώτης έχει αφαιρέσει το μουστάκι του, για χάρη της Μαίρης, η οποία τον ειρωνεύεται και εκείνος τη χαστουκίζει. Κατά ένα παράδοξο τρόπο το χαστούκι λειτούργησε θετικά στο συναίσθημα της Μαίρης, η οποία έτρεξε να τον συναντήσει. Νομίζει πως ξεχωρίζει τον Φώτη ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους- αγάλματα, αλλά εκείνοι εξαφανίζονται μόλις τους αγγίζει. Τότε εμφανίζεται ο Φώτης να χορεύει ένα αργό ζεϊμπέκικο και στη συνέχεια ένα γρήγορο συρτάκι, ενώ τον περιβάλλουν πολλοί χορευτές με μπλέ κομπολόγια στα χέρια τους. Η σκηνή δικαιολογεί τον τίτλο της ταινίας "Οι θαλασσιές οι Χάντρες" και παράλληλα τονίζει την νοοτροπία του "Ρωμιού" η οποία προβάλλεται σε όλη την ταινία. Το μουσικό νούμερο τελειώνει, καθώς όλοι γιορτάζουν την ένωση του ζευγαριού χορεύοντας με μουσική από μπουζούκια Όταν η Μαίρη κατάλαβε ότι αγαπά τον Φώτη, τον γνωρίζει στους γονείς της, καλώντας τον με την παρέα του, σε μια δεξίωση που έδωσαν στο πλούσιο σπίτι τους. Είχε φροντίσει όμως να τους ντύσει με ό,τι πιο σύγχρονο και μοντέρνο πρόσταζε η μόδα της εποχής.

Οι γονείς της και η ανώτερη κοινωνία τους αποδέχονται, καθώς με την ανάλογη ενδυμασία είχαν επιτύχει "να ανέβουν κοινωνικά". Στο σημείο αυτό σατιρίζονται οι νεόπλουτοι της εποχής του 1960, που προσπαθούσαν να προβληθούν κοινωνικά, βασισμένοι στην εξωτερική τους εμφάνιση και όχι στις πνευματικές τους ικανότητες. Οι γονείς της Μαίρης αποδέχονται τελικά ως γαμπρό τους τον Φώτη και δηλώνουν ότι θα τον βοηθήσουν στην μουσική του καριέρα, παρόλο που η γνώμη της μητέρας της είναι πολύ απαξιωτική για την αυθεντικότητα της λαϊκής μουσικής.

Το τελευταίο νούμερο, το 'Γκράν Φινάλε', εξελίσσεται έξω από την ταβέρνα στην οποία ο Φώτης είχε ξεκινήσει την καριέρα του και συγκροτείται από δύο μέρη που η ιδιαιτερότητά τους είναι στο ρυθμό της μουσικής. Και στα δύο μέρη έχουμε ως μουσικά όργανα τα μπουζούκια. Το πρώτο είναι ένα αργό λαϊκό τραγούδι, στο οποίο συμμετέχει πολύ κόσμος. Το δεύτερο μέρος είναι ένα γρήγορο και ζωηρό συρτάκι που το χορεύουν όλοι, χορευτές και πρωταγωνιστές μαζί, αποχαιρετώντας μας καθώς εγκαταλείπουν τη σκηνή.

Με την ταινία του αυτή ο Γιάννης Δαλιανίδης είχε ως στόχο του να δώσει τον πραγματικό εθνικό χαρακτήρα του Έλληνα, για αυτό αποτυπώνεται η ταυτότηα του "Ρωμιού", όπως τη βλέπει ο ίδιος ο Έλληνας. Τέλος για να τονίσει το μουσικό και το θεαματικό μέρος της ταινίας, χρησιμοποιεί την μεγάλη δημοτικότητα των μπουζουκιών σε ομάδες ατόμων με διαφορετική οικονομική και κοινωνική κατάσταση.
Πηγές: Παπαδημητρίου Λυδία (2009), Το Ελληνικό Κινηματογραφικό Μιούζικαλ, Αθήνα: Παπαζήση

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Η Ρένα ως σταρ του μιούζικαλ

Η Ρένα Βλαχοπούλου, παρά το γεγονός ότι ανήκε σε μία παλαιότερη γενιά ηθοποιών, μεσουράνησε κατά την εποχή της ακμής του ελληνικού μιούζικαλ, κινηματογραφικό είδος το οποίο “εξ ορισμού θεωρήθηκε ότι ευνοούσε ηθοποιούς της νεότερης γενιάς”. Η καριέρα της στον χώρο του θεάματος ξεκίνησε κατ’ αποκλειστικότητα μέσα από το τραγούδι και το θέατρο.



Γεννημένη στην Κέρκυρα, σπουδαία κωμικός και εξαιρετική τραγουδίστρια. Τα πρώτα της καλλιτεχνικά βήματα τα έκανε σε καφενεία και αναψυκτήρια, αφού ήρθε στην Αθήνα το 1939. Εκεί την ανακάλυψε ο Μίμης Τραϊφόρος και την παρουσίασε ως νέο ταλέντο σ’ ένα πρόγραμμα βαριετέ που είχε ανεβάσει στο κέντρο «Όαση» του Ζαππείου. Το πρώτο τραγούδι που είπε ήταν το «Μικρή χωριατοπούλα» του Πολ Μενεστρέλ, το οποίο διασκευάστηκε αργότερα στο πασίγνωστο «Κορόιδο Μουσολίνι», από τον Γιώργο Οικονομίδη. Στην παράσταση αυτή την άκουσε ο Μακέδος και λίγο αργότερα την προώθησε στο σανίδι και συγκεκριμένα στο θέατρο «Μοντεάλ» της οδού Πανεπιστημίου, όπου έπαιξε με τις αδελφές Καλουτά και τραγούδησε ντουέτο με τη Σοφία Βέμπο. Το 1942 γνώρισε και τον μεγάλο πιανίστα της τζαζ Γιάννη Σπάρτακο, με τον οποίο συνεργάστηκε στο «Πάνθεον». Η συνεργασία αυτή έφερε και την επιτυχία «Θα σε πάρω να φύγουμε», που τραγούδησε το καλοκαίρι του ’44, στην επιθεώρηση «Well come» των Αλέκου Σακελάριου και Δημήτρη Ευαγγελίδη, στο θέατρο «Κυβέλη». Η Ρένα Βλαχοπούλου δεν είχε εμφανιστεί ακόμη στο θέατρο ως ηθοποιός.

Το 1952 ο Βασίλης Μπουρνέλης, ένας από τους μεγαλύτερους επιχειρηματίες του μουσικού θεάτρου της δεκαετίας του ’50, την κάλεσε να τραγουδήσει ένα ντουέτο με την Μπελίντα στην επιθεώρηση «Βασίλισσα της νύχτας» στο θέατρο «Ακροπόλ». Ακολούθησαν οι επιθεωρήσεις «Να τι θα πει Αθήνα», «Πουλιά στον αέρα», «Κι ο μήνας έχει εννιά». Το καλοκαίρι του 1954 με πρωτοβουλία της Σοφίας Βέμπο πήρε για πρώτη φορά θεατρικό ρόλο, εμφανιζόμενη δίπλα στον Νίκο Σταυρίδη, στην επιθεώρηση «Σουσουράδα». Το 1956 έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, παίζοντας δίπλα στον Νίκο Ρίζο και τον Στέφανο Στρατηγό, στην πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» του Γιάννη Πετροπουλάκη.

Ορόσημο για την καριέρα της υπήρξε το 1962, όταν εξαιτίας γνώρισε τον Γιάννη Δαλιανίδη ο οποίος την έκανε πρωταγωνίστρια του μιούζικαλ «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1963). Μάλιστα ο ίδιος ο Φίνος, όταν την άκουσε να τραγουδά, φέρεται να της πρότεινε να υπογράψει ισόβιο συμβόλαιο με την εταιρεία του, με την οποία γύρισε μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου.

Ωστόσο, η γνωριμία της με τον Γιάννη Δαλιανίδη, στο θέατρο «Μετροπόλιταν», κατά τη διάρκεια συμμετοχής της στην «Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι, οδήγησε στην συμμετοχή της στην ταινία Μερικοί το Προτιμούν Κρύο (1962-63) την καθιέρωσε στον χώρο του κινηματογραφικού ελληνικού μιούζικαλ. Κατόπιν, η Βλαχοπούλου έλαβε μέρος σε ταινίες οι οποίες ήταν γραμμένες ειδικά για εκείνην, με αποτέλεσμα ”αντί το κινηματογραφικό είδος να διαμορφώνει την περσόνα της ως σταρ […], να συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή η αναγνωρίσιμη πλέον περσόνα της καθόριζε την κινηματογραφική ταυτότητα των ταινιών της”. Η όλο και αυξανόμενη δημοτικότητα και αναγνωρισιμότητά της τής επέτρεψε να αποκτήσει μία δεσπόζουσα θέση στις πλοκές των ταινιών και να γίνει πιο λαοφιλής. Η Βλαχοπούλου μετακινήθηκε για ένα διάστημα τριών ετών στην «Καραγιάννης-Καρατζόπουλος» με δέλεαρ την δημιουργία ταινιών ειδικά για εκείνην και κατ’ επέκτασιν την καλύτερη αμοιβή. Μετά την επιστροφή της στην «Φίνος Φιλμς» η Βλαχοπούλου γνώρισε το απόγειο της δόξας της.

 Το κύριο γνώρισμα που βοήθησε την Βλαχοπούλου στο να αναδειχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες κινηματογραφικές σταρ του μιούζικαλ είναι ότι ως “ηθοποιός θεάτρου της παλιότερης γενιάς θεωρούνταν οικεία, «μια από μας», ενώ ως σταρ του κινηματογράφου περνούσε στο επίπεδο του μύθου”. Συνεπώς η Βλαχοπούλου χρησιμοποιεί έναν συνδυασμό απλότητας και απροσιτότητας για να προσελκύσει τον θεατή, τέχνασμα το οποίο χρησιμοποιήθηκε πολύ και από την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ωστόσο εν αντιθέσει με τη Βουγιουκλάκη, η Βλαχοπούλου χρησιμοποιεί τον κωμικό χαρακτήρα της «καρατερίστας» για να αναδειχθεί, και όχι την νιότη και τη γοητεία. Επιπλέον, στην επιτυχία της Βλαχοπούλου ρόλο έπαιξαν δύο ακόμη συνδυασμένοι παράγοντες. Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της, τα κοντά καστανά μαλλιά της και το “συνηθισμένο της πρόσωπο” ενσάρκωναν την καθημερινή γυναίκα και περνούσαν στο κοινό τον ορισμό της ρωμαίικης ταυτότητας. Στον αντίποδα, το τραγουδιστικό της ύφος και το ρεπερτόριό της, το οποίο αποτελείτο από μπαλάντες, τζαζ κομμάτια και οπερέτα, έδινε την εικόνα της δυτικοποίησης και μιας πιο νέας, εκσυγχρονισμένης ελληνικής ταυτότητας. Μέσα από την αντίθεση και την σύγκρουση αυτών των δύο ταυτοτήτων, η Βλαχοπούλου έδειχνε πως μπορούσε να συνδυάσει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των καθημερινών Ελλήνων, ούτως ώστε να ενδυναμώσει ακόμη περισσότερο το πρόσωπο της καθημερινής προσιτής γυναίκας.

Πηγές: Παπαδημητρίου Λυδία (2009), Το Ελληνικό Κινηματογραφικό Μιούζικαλ, Αθήνα: Παπαζήση
http://www.alphatv.gr/Microsites/60-Lepta-Ellada/Shows/05-06-2013/60%CE%84-%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CE%B4%CE%B1-05-06-13.aspx
http://www.sansimera.gr/biographies/116
Φωτογραφίες: Προσωπικό Αρχείο της κ. Μπαμπαλή

Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Οι 12 ταινίες

Το κανάλι με τις 12 ταινίες που μελετήσαμε:

... και κάθε ταινία μας!













Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

Το ελληνικό σινεμά δηλώνει παρόν

Ο ελληνικός κινηματογράφος κάθε άλλο παρά απών είναι από τις ζωές μας και από την καθημερινότητά μας. Οι ελληνικοί τηλεοπτικοί σταθμοί, δημόσιοι ή ιδιωτικοί, αφιερώνουν ακόμη και σήμερα άφθονο τηλεοπτικό χρόνο στην προβολή ταινιών του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου, καθώς και στην προβολή αφιερωμάτων για τους ηθοποιούς, τους μουσικοσυνθέτες και όλους τους συντελεστές αυτών των ταινιών. Η μεγάλη αποδοχή των ταινιών του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου από το τηλεοπτικό κοινό ωθούν τους σταθμούς στο να προβάλλουν ακόμη περισσότερες ταινίες και υλικό από την χρυσή εποχή του σινεμά. Ορισμένα παραδείγματα από αφιερώματα στον ελληνικό κινηματογράφο από την σημερινή τηλεόραση είναι τα καθιερωμένα απογεύματα ελληνικού σινεμά στον Antenna υπό τον τίτλο “Greek Movie Lovers”, καθημερινά στις 17:10. Την ίδια “συνήθεια” υιοθέτησε και ο τηλεοπτικός σταθμός Alpha, καθιερώνοντας τις βραδιές “Greek Classics”, με ταινίες από την χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου κάθε βράδυ στις 21:00. Υπάρχουν βέβαια και ανεξάρτητες εκπομπές-αφιερώματα, όπως «Τα τραγούδια της οθόνης», που το Σάββατο 9/6/2013 επικεντρώνονται στη ζωή και το έργο του μεγάλου Μίμη Πλέσσα μέσα από τη συχνότητα της κρατικής τηλεόρασης και συγκεκριμένα της ΕΤ3, καθώς και η εκπομπή Sold Out του Γιώργου Παπαδάκη στον Antenna, η οποία στις 13/4/2013 γιόρτασε την εξηντάχρονη παρουσία του Κώστα Βουτσά στον ελληνικό κινηματογράφο, παρουσία πολλών ηθοποιών και καλλιτεχνών.

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

"Η Χρυσή Εποχή του Ελληνικού Κινηματογράφου" στο μαθητικό Φεστιβάλ PROJECT- ΤΕΙ Πειραιά

Το Σάββατο 18 Μαΐου 2013 στις 9 μ.μ. το ερευνητικό τμήμα της Πολιτιστικής Ομάδας του Μουσικού Σχολείου Πειραιά, παρουσίασε την εργασία του "Η Χρυσή Εποχή του Ελληνικού Κινηματογράφου" στα πλαίσια του Μαθητικού Φεστιβάλ PROJECT και Ειδικής Θεματικής Δραστηριότητας στο Αμφιθέατρο του ΤΕΙ Πειραιά.

Προβλήθηκε ολιγόλεπτο video με στιγμιότυπα από τις δραστηριότητες μας με τον μικρό πρωτότυπο αυτοσχεδιασμό που μας αφιέρωσε ο συνθέτης Μίμης Πλέσσας στην επίσκεψη που του κάναμε.

Ακολουθεί η παρουσίαση της εργασίας μας.

Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Ανακοίνωση: Παρουσίαση της εργασίας μας στο Φεστιβάλ PROJECT

Η πολιτιστική μας ομάδα το Σάββατο 18 Μα:ΐου 2013 στις 8:30 μ.μ, θα παρουσιάσει την εργασία της στο Φεστιβάλ PROJECT στο Αμφιθέατρο του ΤΕΙ Πειραιά.
Σε όλη τη διάρκεια του Φεστιβάλ θα υπάρχει πάγκος όπου θα μπορείτε να βλέπετε μια παλαιά μηχανή προβολής καθώς και παλαιές κινηματογραφικές μπομπίνες.
Επίσης μπορείτε να πάρετε αναμνηστικούς σελιδοδείκτες με ατάκες από ελληνικές ταινίες τους οποίους έφτιαξε η ομάδα μας.

Η Πολιτιστική Ομάδα συναντά τον συνθέτη Μίμη Πλέσσα

Στις 15 Μαΐου 2013, η Ερευνητική μας Ομάδα είχε την τιμή να γίνει δεκτή στο σπίτι του μεγάλου συνθέτη και μουσικού Μίμη Πλέσσα στην Καλλιτεχνούπολη. Κατά την επίσκεψή μας, εξεπλάγημεν από την εξαιρετικά φιλική συμπεριφορά και διάθεση του κ. Πλέσσα προς τον καθένα μας ξεχωριστά, καθώς και από την εγγύτητα του χαρακτήρα και των ιδεών του προς τους δικούς μας χαρακτήρες και ιδέες. Καθισμένοι στο τραπέζι του κήπου, σε κλίμα παρέας, συζητήσαμε με τον Μίμη Πλέσσα για την εποχή που ο ίδιος έγραφε μουσική για τις μεγάλες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, καθώς και τα τεκταινόμενα στον χώρο του θεάματος. Μιλώντας με απόλυτη φυσικότητα και απλότητα, ο κ. Πλέσσας αναφέρθηκε στις συνεργασίες του με θρύλους του ελληνικού μιούζικαλ, όπως η Ζωή Λάσκαρη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Γιάννης Δαλιανίδης, αλλά και εξήγησε τις διαδικασίες και τα στάδια που απαιτούνταν για την ολοκλήρωση ενός μιούζικαλ. Ο Μίμης Πλέσσας αφηγήθηκε ιστορίες από την «χρυσή εποχή» του ελληνικού κινηματογράφου σαν να ήταν απλές καθημερινές ιστορίες και μας αποκάλυψε ότι δεν θα επιθυμούσε αυτή η εποχή να επιστρέψει, καθώς θεωρεί ότι τα πράγματα ρέουν (κυρίως στην μουσική) και κάθε εποχή πρέπει να διέπεται από τα δικά της χαρακτηριστικά (μουσικά) γνωρίσματα. Για το τέλος, ο κ. Πλέσσας μας υποδέχθηκε εντός του δωματίου που εργάζεται και μας αποκάλυψε ένα κινηματογραφικό-μουσικό τέχνασμα, τον τρόπο με τον οποίο ο συνθέτης μπορεί να κάνει την ίδια μουσική φράση να προκαλεί λύπη, χαρά, νοσταλγία, ούτως ώστε ο σκηνοθέτης να την εντάξει κατάλληλα στην εκάστοτε σκηνή. Αποχαιρετίσαμε τον Μίμη Πλέσσα με τον ίδιο τρόπο που τον γνωρίσαμε, με μία έντονη οικειότητα, ακούγοντας από εκείνον πολλές ευχές σχετικά με την εξέλιξή μας, και τον προσκαλέσαμε να παρακολουθήσει την παράστασή μας στις 19 Ιουνίου, πρόσκληση που αποδέχτηκε με ευχαρίστηση. 

Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη ως σταρ του ελληνικού μιούζικαλ


Η Αλίκη Βουγιουκλάκη υπήρξε άρρηκτα συνδεδεμένη με τις μουσικοχορευτικές παραγωγές του ελληνικού κινηματογράφου, τα μιούζικαλ, στον καιρό της ακμής τους. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη είχε αποκτήσει την προσωνυμία της «εθνικής σταρ», όρος που “αντανακλά την απαράμιλλη δημοτικότητα της Βουγιουκλάκη, αλλά επίσης υποδηλώνει ότι θεωρούνταν κατά κάποιο τρόπο αντιπροσωπευτική των αξιών και των χαρακτηριστικών του έθνους”. Η Βουγιουκλάκη εκμεταλλεύτηκε την απήχησή της και εισήγαγε το μουσικοχορευτικό στοιχείο στις ταινίες της από την πρώιμη περίοδό τους, εικονιζόμενη στα μάτια του κοινού ως η απόλυτη πρωταγωνίστρια του μιούζικαλ. Ωστόσο, το πραγματικό ερώτημα που απορρέει από το γεγονός ότι η Βουγιουκλάκη κατάφερε πολύ σύντομα να μετατραπεί σε σταρ του μιούζικαλ είναι το με ποιον τρόπο το κατάφερε. Η απάντηση βρίσκεται στην διπλή φυσιογνωμία της εικόνας που παουσίαζε. Εκ πρώτης όψεως, η Βουγιουκλάκη φέρεται να είναι μία απλή λαϊκή κοπέλα, καταλαμβανόμενη από επιθυμίες και καθημερινά προβλήματα, ζώντας μία κανονική ζωή. Ωστόσο, παρουσιάζει επίσης και το πρόσωπο της σταρ, της οποίας “οι επιθυμίες ικανοποιούνται και οι φόβοι αποτρέπονται”, ευρισκόμενη έτσι σε έναν ειδυλλιακό κόσμο, κινούμενο εκτός των πλαισίων της πραγματικότητας. Έτσι, συμπεραίνουμε ότι το “κλειδί της επιτυχίας” της ήταν η ισορροπία ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους, τον φανταστικό και τον πραγματικό-καθημερινό, η οποία επιτυγχάνεται “μέσω της πλοκής και των νούμερων”. Η Βουγιουκλάκη κατάφερε επίσης να εκτελέσει η ίδια τα μέρη της πρόζας αλλά και τα μουσικά και χορευτικά μέρη, στοιχείο που την συνέδεσε σε μεγαλύτερο βαθμό με το μιούζικαλ, αποδίδοντάς τα με φαινομενικό αυθορμητισμό και αυτοσχεδιασμό, “συγκαλύπτοντας τον επαγγελματικό χαρακτήρα ως ερασιτεχνισμό”. Τα νούμερά της παρουσιάζονταν ως αυθόρμητες εκφράσεις και όχι ως επαγγελματικές παρουσιάσεις, παρά το γεγονός ότι η ίδια ήταν επαγγελματίας τραγουδίστρια, ενώ τα τραγούδια της “λειτουργούσαν ως εμβληματική συμπύκνωση της προσωπικότητάς της ως σταρ”.

Επιπλέον, μεγάλο ρόλο στην ανάδειξη της Βουγιουκλάκη ως σταρ του μιούζικαλ έπαιξαν δύο ακόμη στοιχεία. Πρώτον η “συνειδητή υιοθέτηση μιας μοντέρνας δυτικής εικόνας”, μέσω του βαμμένου ξανθού χρώματος του μαλλιού της που παρέπεμπε σε ξένες σταρ παρομοίου είδους (όπως η Marilyn Monroe) και δεύτερον, η στάση που τηρούσε μέσω των ρόλων της αναφορικά με το ζήτημα της παραδοσιακής πατριαρχικής οικογένειας και του γάμου, αφού “παρά τον δυναμισμό τους [των ρόλων] οι χαρακτήρες που παίζει η Βουγιουκλάκη στο τέλος δίνουν προτεραιότητα στο γάμο αντί για την καριέρα”, επιβεβαιώνοντας πάντα και παρά τις αντιθέσεις την αξία της πατριαρχικής οικογένειας. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη παρουσιαζόταν πάντοτε ως μία πονηρή και ελκυστική νέα γυναίκα, η οποία μέσα από τα μουσικοχορευτικά δρώμενα βοηθούσε στην εξέλιξη της πλοκής του έργου. Όλοι οι προαναφερθέντες παράγοντες συνετέλεσαν σημαντικά στο να αποδοθεί στην Βουγιουκλάκη ο τίτλος της «εθνικής σταρ» αλλά και της «σταρ του ελληνικού μιούζικαλ».

 Πηγές: Παπαδημητρίου Λυδία (2009), Το Ελληνικό Κινηματογραφικό Μιούζικαλ, Αθήνα: Παπαζήση

Σάββατο 4 Μαΐου 2013

Το Λαϊκό Μιούζικαλ και η θέση του Μπουζουκιού

Το Λαϊκό Μιούζικαλ και η θέση του Μπουζουκιού

   
Το Λαϊκό Μιούζικαλ σύμφωνα με τον σκηνοθέτη Γιάννη Δαλιανίδη, εμπνευστή αυτού του κινηματογραφικού είδους, είχε τις επιρροές του από το αμερικάνικο είδος και τη γερμανική επιθεώρηση (προπολεμικά). Τα Μιούζικαλ του, όπως και στα περισσότερα, ήταν επηρεασμένα κυρίως από την επιθεώρηση και ήταν γεμάτο χορό. Συγκεκριμένα, ο Δαλιανίδης χρησιμοποίησε χορευτικά που υπήρχαν στην επιθεώρηση, καθώς και τα θεαματικά φινάλε της, τα οποία τελείωναν συνήθως με την αποθέωση. Τέλος, όσο αναφορά την πρόζα, βασίστηκε στην ελληνική ηθογραφική κωμωδία. Το θέμα στα λαϊκά μιούζικαλ έπρεπε να είναι καθαρά ελληνικό. Αναπόσπαστο κομμάτι των μιούζικαλ, αλλά και της μουσικής του ελληνικού κινηματογράφου γενικότερα αποτελεί το μπουζούκι. Μολονότι στις ελληνικές ταινίες υπάρχει συνδυασμός κλασσικής και λαϊκής μουσικής, συχνά οι εκτελεστές-μουσικοί των κλασικών συμφωνικών ορχηστρών υποβάθμιζαν τους λαϊκούς οργανοπαίκτες (οι οποίοι είχαν μόνο εμπειρική γνώση της μουσικής). Το μπουζούκι, στην δεκαετία του ‘60 δεν παιζόταν με τον «ανατολίτικο» τρόπο, αλλά με τον δυτικό (με αρμονία, σταθερό ηχόχρωμα, σχεδόν συγκερασμένο). Με τη χρήση αυτού του μουσικού οργάνου επιτυγχάνονταν η άμβλυνση της σύγκρουσης ανάμεσα στην “παραδοσιακή” και την “μοντέρνα” κουλτούρα, μεταξύ του ανατολίτικου στοιχείου και του δυτικού. Ταυτόχρονα το μουσικό κομμάτι των ταινιών αποκτά ένα ισχυρό ελληνικό χαρακτήρα. 
Το μπουζούκι μετατρέπεται σε αντικείμενο διαχείρισης, κατασκευής και προβολής της ελληνικής εθνικής μουσικής-κινηματογραφικής ταυτότητας. Το όργανο αυτό, ανάλογα με την περίσταση, είχε τρεις ρόλους. Αρχικά μπορεί το μπουζούκι να χρησιμοποιείται παράλληλα με τη δυτική ορχήστρα, προσδίδοντας έτσι εθνικό, «ελληνικό» χαρακτήρα στο δυτικό μουσικό υπόβαθρο. Στον δεύτερο δυνατό του ρόλο, εμφανίζεται ως το κεντρικό όργανο (μερικές φορές και σολιστικό) της τυπικής  ελληνικής λαϊκής μουσικής ορχήστρας, προβάλλοντας έτσι την αυθεντικότητα της ελληνικής μουσικής κουλτούρας αλλά και το μουσικό στοιχείο ως κεντρικό θέμα της υπόθεσης μιας ταινίας. Τέλος, μπορεί να στηρίζει και να χαρακτηρίζει την αφήγηση (τη δομή και το περιεχόμενο) των ταινιών χρησιμοποιώντας τη μουσική του ως μετα-διηγητικό στοιχείο.

Πηγές: Παπαδημητρίου Λυδία (2009), Το Ελληνικό Κινηματογραφικό Μιούζικαλ, Αθήνα: Παπαζήση

Ραντεβού στον αέρα

Ραντεβού στον αέρα
Η ταινία αυτή είναι από τα πρώτα μιούζικαλ με σενάριο και σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη και μουσική του Μίμη Πλέσσα (1965-66). Παρουσιάστηκε το Ιανουάριο του 1966 από την εταιρεία παραγωγής ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ. Στο συγκεκριμένο κινηματογραφικό έργο οι ήρωες αποδέχονται και ακολουθούν πιο απελευθερωμένους τρόπους ζωής, ενώ οι παλαιές κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες μόλις που διακρίνονται σε κάποιες περιπτώσεις. Η παραδοσιακή μουσική σχεδόν απουσιάζει όπως και σε όλα τα μιούζικαλ, και εμφανίζεται μόνο στο τρίτο μουσικοχορευτικό νούμερο. Συνυπάρχουν το κωμικό στοιχείο και το θέαμα, τα οποία βασίζονται στην επιθεώρηση, αλλά και στον κινηματογράφο (έγχρωμη ταινία, σε μεγάλη οθόνη, σε σινεμασκόπ, με εννέα συνολικά μουσικά νούμερα, που προσδίδουν πλούτο, αίγλη και φαντασμαγορική ατμόσφαιρα. Ειδικά το χρώμα παρουσιάζει μια μοντέρνα εικόνα της Ελλάδας, του '65- '70, χρησιμοποιώντας τη μόδα και τη λαμπρότητα στα κουστούμια).

Οι κριτικοί, βέβαια, κατηγόρησαν τα ελληνικά μιούζικαλ, ως "αδόκιμη μίμηση" των μιούζικαλ του Χόλιγουντ, επέκριναν τη χρήση της κωμωδίας αλλά και τις αυθαίρετες εναλλαγές ανάμεσα στην πρόζα και στα μουσικοχορευτικά νούμερα. Το έργο απευθύνεται στους νέους της εποχής, για αυτό και όλη η παρέα αποτελείται από νεαρά άτομα.

Το ελληνικό μιούζικαλ συνδέεται με την κοινωνική και οικονομική άνεση, αλλά και τη σεξουαλική απελευθέρωση της εποχής αυτής. Χαρακτηριστικές εικόνες της επικράτησης του μοντέρνου αυτού στοιχείου παρακολουθούμε στο έβδομο μουσικό νούμερο, όπου τα κορίτσια χορεύουν στην παραλία με μπικίνι και φορούν μίνι. Αγόρια και κορίτσια μαζί έχουν τη ευκαιρία να τραγουδούν έναν ύμνο στα νιάτα, την ωραιότερη εποχή της ζωής, ταξιδεύοντας με ένα μοντέρνο αμερικάνικου τύπου κάμπριο αυτοκίνητο και στο τέλος παντρεύονται το αγόρι ή το κορίτσι που επιλέγουν. Με τα παραπάνω καταδεικνύεται ο μοντερνισμός, ο εκσυγχρονισμός αλλά και ο υπερβολικός καταναλωτισμός που είναι αναπόσπαστα στοιχεία του ελληνικού μιούζικαλ, που αγκαλιάζει κυρίως τους νέους της εποχής οι οποίοι ζούσαν σε μια κοινωνία με γρήγορη οικονομική ανάπτυξη, πολλές κοινωνικές αλλαγές και επικράτηση Αμερικανικών επιδράσεων πολιτισμού και τρόπου ζωής.

Το Ραντεβού στον Αέρα γυρίστηκε το 1966, δηλαδή την ίδια εποχή που ήρθε η τηλεόραση στην Ελλάδα. Έτσι η έκφραση στον "αέρα" συμφωνεί απόλυτα και με την πτήση με αεροπλάνο αλλά και με την τηλεοπτική παρουσίαση.

Το πρώτο νούμερο της ταινίας είναι ένα χορευτικό με μουσική τύπου τζαζ που μιμείται το γαλλικό καμπαρέ και τα αμερικάνικα μιούζικαλ, ενώ στο δεύτερο νούμερο της ταινίας η μουσική έχει καθαρά δυτικοευρωπαϊκό χαρακτήρα σε ρυθμό βάλς. Μόνο στο τρίτο νούμερο εμφανίζεται η παραδοσιακή ελληνική μουσική, όπου η Ρένα Βλαχοπούλου, σύμφωνα με το σενάριο, σε ένα πάρτυ στο Παρίσι μαθαίνει στους Γάλλους να χορεύουν συρτάκι. Το νούμερο αυτό καταδεικνύει πόσο αγαπητό ήταν το συρτάκι στο εξωτερικό και παρουσιάζει την Ελλάδα ως χώρα που θα διασκέδαζε πολύ τους ξένους τουρίστες. Το τέταρτο νούμερο συνενώνει ελληνικά φολκλορικά στοιχεία με ξένο καμπαρέ. Σαν   σκηνικό παρουσιάζει ένα κτίριο με την επιγραφή "καφενείο" και προσδίδει ένα ελληνικό στοιχείο φολκλόρ, που θυμίζει ελληνική παραδοσιακή ατμόσφαιρα. Η μουσική αποτελεί ένα συνδυασμό μπουζουκιού και τζάζ και ο χορός έχει κίνηση που θυμίζει τσιφτετέλι και βήματα από καμπαρέ. 

 Το κωμικό στοιχείο έχει τη βάση του στο γεγονός ότι συνυπάρχουν δυο τελείως όμοιες ηρωίδες, αφού η Ρένα Βλαχοπούλου υποδύεται δυο ρόλους. Σε επόμενο μουσικό νούμερο έχουμε ένα αργό ρομαντικό τραγούδι, μια μπαλάντα, που τραγουδά ο ηθοποιός και τραγουδιστής Γιάννης Βογιατζής στη Λία (Μάρθα Καραγιάννη). Στο έβδομο νούμερο τρεις νέες και δυο νέοι τραγουδούν σε μια τεράστια λευκή λιμουζίνα πηγαίνοντας για μπάνιο στο Λαγονήσι. Μια τελείως διαφορετική ατμόσφαιρα δημιουργείται στο όγδοο νούμερο που έχει ως αφετηρία του το ατύχημα του Κώστα να χτυπήσει το κεφάλι του σε ένα δέντρο. Έτσι φαντάζεται ότι τέσσερις κοπέλες από ανατολίτικο χαρέμι χορεύουν μπροστά του με αργόσυρτη αραβική μουσική, ενώ στη συνέχεια αυτή γίνεται πιο ζωηρή  και εισάγεται και το μπουζούκι μεταξύ των οργάνων. 

Το τελευταίο (ένατο) μουσικοχορευτικό νούμερο δίνει στο έργο ένα λαμπερό και φαντασμαγορικό θέαμα που προβάλλεται από κάποιο πειραματικό τηλεοπτικό σταθμό. Είναι η εποχή που η τηλεόραση είχε μόλις εμφανιστεί στη ζωή των Ελλήνων. Στο φόντο της σκηνής υπάρχει μια τεράστια οθόνη τηλεόρασης με δυο σκάλες δεξιά και αριστερά της. Η Βλαχοπούλου εμφανίζεται μέσα από την τηλεόραση ως παρουσιάστρια του σόου και αναφέρεται νοσταλγικά σε τρεις διαφορετικές μουσικές εποχές, με διαφορετική τεχνολογία και ανάλογες προτιμήσεις. Αρχίζει από το γραμμόφωνο, όπου ακούγονται οι ήχοι ενός τανγκό, που το χορεύουν στη σκηνή τρία ζευγάρια. Κατόπιν μεταφερόμαστε στην εποχή του Ραδιοφώνου και ακούγεται ένας χορός σε στύλ καμπαρέ. Τέλος τονίζεται η νέα εξέλιξη, η τηλεόραση, και οι χορευτές χορεύουν ένα γρήγορο συρτάκι. Έτσι σηματοδοτούνται οι τρεις διαφορετικές χρονικές περίοδοι και οι αλλαγές στην κοινωνία, την τεχνολογία και τη διασκέδαση. Στο τέλος η Ρένα Βλαχοπούλου εμφανίζεται να τραγουδά το τελευταίο τραγούδι, που η μουσική και οι στίχοι του ακούγονται νοσταλγικοί και επισημαίνουν ότι τα χρόνια φεύγουν και τα πάντα αλλάζουν. 

Το φαντασμαγορικό τελευταίο νούμερο, το λεγόμενο "γκράν φινάλε", είναι αυτό που χαρακτηρίζει τα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη και τα κάνει ξεχωριστά. Το "γκράν φινάλε" ήταν χαρακτηριστικό της επιθεώρησης, αλλά με τις ταινίες του Δαλιανίδη διαμορφώθηκε και αποτέλεσε το κύριο χαρακτηριστικό του Ελληνικού μιούζικαλ. 

 Πηγές: Παπαδημητρίου Λυδία (2009), Το Ελληνικό Κινηματογραφικό Μιούζικαλ, Αθήνα: Παπαζήση

Λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο

Λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο- η ταινία που έκανε τον Χατζιδάκι τραγουδοποιός
Η ταινία, σε σενάριο/σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελάριου και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι,  παρουσιάστηκε το 1955 από την Κινηματογραφική εταιρεία ΦΙΝΟΣ FILM. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι σε αυτή την ταινία ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε εκτός από τη μουσική της και τα τραγούδια της σε στίχους Αλέκου Σακελάριου. Αυτή είναι η πρώτη φορά που ο Χατζιδάκις έγινε και τραγουδοποιός και συνθέτης της μουσικής μιας ταινίας. Τα τραγούδια είναι το "Γαρύφαλλο στ' αυτί", το "Είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω" και το "Φιλί σου είμαι μέλι". Ειδικά τα δύο πρώτα σημείωσαν μεγάλη επιτυχία και έγιναν γνωστά και αγαπητά από όλους τους Έλληνες. Το πρώτο έγινε και τίτλος δυο επιθεωρήσεων. "Γαρύφαλλο στ' αυτί" η μια και "...πονηριά στο μάτι" η άλλη επιθεώρηση. Η επιτυχία ήταν τέτοια που ο Φίνος έπεισε το Σακελλάριο να γυρίσει και τη συνέχεια της ταινίας με τίτλο "Λατέρνα, φτώχεια και Γαρύφαλλο".

Στο πρώτο μουσικοχορευτικό νούμερο της ταινίας που ακούγεται το τραγούδι "Γαρύφαλλο στο αυτί", το τραγουδούν και το χορεύουν δύο μάγκες (Βασίλης Αυλωνίτης και Μίμης Φωτόπουλος) με μια παρέα από τσιγγανοπούλες. Ο χορός τους θυμίζει το λαϊκό θέατρο και ως προς την αισθητική και ως προς το θέμα του. Το τραγούδι αυτής της σκηνής, η οποία εξελίσσεται στην ύπαιθρο, κατατάσσεται στο έντεχνο ελληνικό τραγούδι, με βαθιές καταβολές στο λαϊκό, το ρεμπέτικο και το δημοτικό τραγούδι. Η τολμηρή γλώσσα που χρησιμοποιεί ο στιχογράφος (Αλέκος Σακελλάριος) μας παραπέμπει στο ρεμπέτικο και την επιθεώρηση.

Φτάνοντας πια σε ένα χωριό της ελληνικής υπαίθρου οι δυο μάγκες που προσπαθούν να κερδίσουν το ψωμί τους με μια λατέρνα, δηλαδή με ένα ξεπερασμένο πια επάγγελμα που οι νέες μουσικές τάσεις και το γραμμόφωνο το είχαν καταδικάσει στην αφάνεια, βρίσκουν σε εξέλιξη το πανηγύρι της Παναγίας της Πλατανιώτισας. Εκεί βρίσκονται μπροστά στις παρέες των χωρικών, που γλεντούν στην ύπαιθρο γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι, πίνοντας και χορεύοντας. Για μια ακόμη φορά, προβάλλεται ο ελληνικός  τρόπος διασκέδασης, ο οποίος έχει σαν βάση του το τραγούδι και το χορό. Πρόκειται για ένα ρεμπέτικο με λαϊκή αστική μορφή που συνέθεσε ο Μάνος Χατζιδάκις και τους στίχους έγραψε ο Αλέκος Σακελλάριος. Είναι το γνωστό "Είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω και θα πω και μια κουβέντα παραπάνω". Το τραγούδι σατιρίζει τον μάγκα της εποχής, τον σκληρό άντρα. Η ομάδα των χωρικών συμπληρώνει τη σάτιρα του σκληρού άντρα και, όταν αυτός μετά από ένα ζεϊμπέκικο, αντιμετωπίζει την δυναμική γυναίκα του που σχεδόν τον γελοιοποιεί, οι χωρικοί ξεσπούν στα γέλια. Στη σκηνή υποδηλώνεται φανερά ότι, σύμφωνα με τον αστικό κώδικα του ρεμπέτικου, ο άντρας είναι ο σκληρός ο μάγκας που θα πει και μια κουβέντα παραπάνω στην γυναίκα του. Σύμφωνα όμως με τη γνώμη των χωρικών η γυναίκα είναι η πιο δυναμική, η πιο αποφασιστική και αυτή που τελικά επιβάλλει τη γνώμη της. Ακόμη είναι εμφανής η προσέγγιση του αστικού κέντρου, της πόλης με το χωριό και σε άλλα στοιχεία πολιτισμού, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι το ρεμπέτικο αντικαθιστά στην διασκέδαση το δημοτικό τραγούδι και εξελίσσεται σε λαϊκό, αφού όλοι εκφράζονται με αυτό. Το γεγονός ότι γλεντούν όλοι μαζί εκφράζει την ανάγκη τους να διασκεδάσουν με απλά μέσα, ποτό και κυρίως τραγούδι και χορό, την αλληλεγγύη και την αγάπη τους για τη ζωή, έννοιες που μας θυμίζουν τις αξίες που κυριαρχούσαν στην μετά τον πόλεμο δεκαετία στην ελληνική κοινωνία.

Το έργο κινείται σε δυο παράλληλα πλάνα. Στο πρώτο κυριαρχούν οι δυο φτωχοί αλλά φιλότιμοι λατερνατζήδες και τονίζεται ιδιαίτερα ο λαϊκός πολιτισμός. Στο δεύτερο πλάνο έχουμε την εξέλιξη της αισθηματικής ιστορίας δύο νέων της Καίτης (Τζένη Καρέζη) με τον αγαπημένο της Δημήτρη (Αλέκος Αλεξανδράκης), η οποία μέχρι τώρα συναντούσε εμπόδια λόγω κοινωνικών και ταξικών διαφορών. Παράλληλα υποδηλώνεται ότι για να καταστεί δυνατή η άνοδος ενός νέου υπαλλήλου και η παρουσία του στην ανώτερη κοινωνική τάξη, εκτός από τις επαγγελματικές γνώσεις και την εργατικότητα, είναι απαραίτητο εφόδιο και ένας ανάλογος κοινωνικά γάμος. Η ιστορία της Καίτης και του Δημήτρη αποτελεί μια δεύτερη αναφορά της ταινίας στις αλλαγές στην συμπεριφορά των φύλων (δυναμική γυναίκα αδύναμος άντρας), που εμφανίζονται στην μεταπολεμική Ελλάδα στην εποχή της ανασυγκρότησης. Η ταινία ήρθε δεύτερη σε αριθμό εισιτηρίων για το έτος 1955 με πρώτη τη "Στέλλα" με τη Μελίνα Μερκούρη. Η ταινία θεωρείται ότι έχει αυθεντικότητα και αυτονομία και δεν υπάγεται σε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία ταινιών, αλλά αποτελεί ένα κράμα μουσικής ηθογραφικής κωμωδίας, που έχει τις ρίζες της στην επιθεώρηση, το κωμειδύλλιο και το λαϊκό θέατρο, και αισθηματικής κωμωδίας.


Πηγές: Παπαδημητρίου Λυδία (2009), Το Ελληνικό Κινηματογραφικό Μιούζικαλ, Αθήνα: Παπαζήση http://www.greektenies.com/plerophories/plerophories/laterna-phtokheia-kai-philotimo.html

Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Το Ελληνικό Μιούζικαλ

Σύμφωνα με τη Λυδία Παπαδημητρίου, στο βιβλίο της Το Ελληνικό Κινηματογραφικό Μιούζικαλ,διακρίνουμε τα παρακάτω είδη ταινιών μιούζικαλ:
1. Μουσικές Κομεντί
2. Μουσικό-αισθηματική περιπέτεια
3. Μουσικό-αισθηματικό ρομάντζο
4. Σύγχρονη Μουσική "ηθογραφία"
5. Μουσικό αισθηματική κωμωδία
6. Μουσική κωμωδία με φαρσικά στοιχεία
7. Μουσικό-κοινωνική περιπέτεια
8. Μουσική παρωδία τρόμου
9. Μουσικές κωμωδίες

Η Παπαδημητρίου στο βιβλίο της αναφέρεται στις διαφορές και ομοιότητες του Ελληνικού μιούζικαλ με το Αμερικάνικο. Συγκεκριμένα στα Αμερικάνικα μιούζικαλ, υπάρχει οπτική και ακουστική συνέχεια, ανάμεσα στα νούμερα και την αφήγηση. Επιτυγχάνεται με το τραγούδι ή το χορό των ηθοποιών που παίζουν στα αφηγηματικά μέρη και στα νούμερα. Στα Ελληνικά μιούζικαλ όμως, που προέρχονται από την κωμωδία, περιλαμβάνονται νούμερα που εκτελούνται από επαγγελματίες που δεν αποτελούν χαρακτήρες του έργου. Έτσι, ταινίες επιθεωρησιακού τύπου χωρίς ενιαία αφήγηση και με νούμερα που εκτελούνται από επαγγελματίες χορευτές/τραγουδιστές, και όχι από τους ηθοποιούς της ταινίας δεν ανήκουν στο είδος αυτό. Το ελληνικό μιούζικαλ αναπτύχθηκε τη δεκαετία του ΄60, με αποκορύφωμα την τελευταία τετραετία του, όταν τα μιούζικαλ του Δαλιανίδη έκαναν τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες. 

Στο Ελληνικό μιούζικαλ υπάρχει και η περίπτωση του "Λαϊκού μιούζικαλ", μελοδραματικών ταινιών δηλαδή, όπου ο κεντρικός ήρωας ήταν επαγγελματίας τραγουδιστής. Ωστόσο, ο όρος "λαϊκό" αναφέρεται στο ελληνικό τραγούδι που χρησιμοποιεί το μπουζούκι, αλλά και στους θεατές της εργατικής τάξης στους οποίους κυρίως απευθύνονταν οι ταινίες. Σε αυτό το είδος και τη σημασία του αναφερόμαστε σε ειδική αναφορά σε ξεχωριστή ανάρτηση μας.

Πηγές: Παπαδημητρίου Λυδία (2009), Το Ελληνικό Κινηματογραφικό Μιούζικαλ, Αθήνα: Παπαζήση

Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Ομιλία του κ. Πουλάκη από το τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών

Για την αντικειμενικότερη έρευνά μας για τους συνθέτες της Χρυσής Εποχής του Ελληνικού Κινηματογράφου καλέσαμε τον καθηγητή κύριο Νίκο Πουλάκη από το Μουσικό Πανεπιστήμιο Αθηνών στο σχολειό ώστε να εμπλουτίσουμε με περισσότερα στοιχεία την εργασία μας. Ο κ. Πουλάκης μας μίλησε για τις μορφές λαϊκού θεάματος που υπήρχαν πριν τις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως το κουκλοθέατρο, η επιθεώρηση, η οπερέτα. Ακόμα μας ενημέρωσε για τον κινηματογράφο ότι αρχικά παιζόταν ακόμα και σε πλατείες, όπως ο καραγκιόζης, ενώ ύστερα παρουσιαζόταν και σε θεατρικές αίθουσες. Οι πρώτες ταινίες μικρού μήκους αφορούσαν την καταγραφή της πραγματικότητας. Συχνά χρησιμοποιούσαν σε αυτές τις ταινίες μουσική υπόκρουση, άλλοτε μόνο πιάνο και άλλοτε μεγαλύτερες ορχήστρες, με αυτόν τον τρόπο μπορούσαν να προσελκύσουν το κοινό ώστε να παρακολουθήσουν τις ταινίες.



Στην συνέχεια μας εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο ο Φιλοποίμενας φιλμ (δεκαετία 30) κινηματογραφούσε τις ταινίες και ότι χρησιμοποιούσε ανάλογα διηγητική (ρεαλιστική) ή μη διηγητική (μη ρεαλιστική) μουσική. Επίσης, ο καθηγητής αναφέρθηκε στο "λέιτ μοτίφ" (μικρή επαναλαμβανόμενη σε όλο το έργο φράση) και στο θεματικό τραγούδι. Ακόμα, μας πληροφόρησε για το grand finale του σκηνοθέτη Γιάννη Δαλιανίδη στην ταινία «ραντεβού στον αέρα». Τέλος, μας ανέφερε τον ρόλο της παραδοσιακής μουσικής στις ταινίες της εποχής εκείνης και ύστερα μας τόνισε την συμμετοχή του μπουζουκιού στο Ελληνικό μιούζικαλ.

Ομιλία κ. Νικόλαου Πουλάκη Τμήμα Μουσικών... από musicteacher2

Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Ο ρεπόρτερ της ομάδας γράφει

Στα πλαίσια του φετινού πολιτιστικού προγράμματος του σχολείου μας σχετικά με τον ελληνικό κινηματογράφο, οι συμμετέχοντες μαθητές του σχολείου πραγματοποίησαν τετραήμερη εκπαιδευτική εκδρομή στην Θεσσαλονίκη. Κατά την παραμονή μας στην πόλη, περιηγηθήκαμε στα σημαντικότερα μνημεία και στα αξιοθέατά της, όπως ο Άγιος Δημήτριος, ο Λευκός Πύργος, η Ροτόντα και το Κάστρο, και επισκεφθήκαμε το Μουσείο Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης που εδρεύει στο λιμάνι της πόλης. 

Ιδρυθέν το 1997, το Μουσείο Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης φιλοξενεί στην κύρια έκθεσή του εκθέματα από την εποχή των πρώτων κινηματογραφιστών των Βαλκανίων, των αδελφών Μανάκη, έως και τις ημέρες μας, παρουσιάζοντάς τα μέσα από μία «αφηγηματική» διαδρομή, εμπλουτισμένη με αποσπάσματα από ταινίες τής εκάστοτε εποχής. Εκεί, μας δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσουμε την ιστορία και την πορεία του ελληνικού και ξένου κινηματογράφου μέσα στα χρόνια από διάφορες οπτικές γωνίες (εξέλιξη μέσων λήψης, μέσων προβολής, κοστούμια, πληθώρα γιγαντοαφισών κλπ), να συλλέξουμε πολύ φωτογραφικό υλικό που θα ενταχθεί στην ολοκληρωμένη έρευνά μας, καθώς και να δραματοποιήσουμε την δική μας κινηματογραφική σκηνή χρησιμοποιώντας επαγγελματικά κινηματογραφικά μέσα.
     

Το Μουσείο Κινηματογράφου ξεκίνησε την λειτουργία του ως αυτοτελές τμήμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ενός από τα καλύτερα πλέον κινηματογραφικά φεστιβάλ της Ευρώπης. Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου ξεκίνησε το 1960 ως «1η εβδομάδα ελληνικού κινηματογράφου» στο θέατρο Ολύμπιον, και μετέπειτα, παρά τις πολλές δυσκολίες και την έλλειψη υποστήριξης από τους αρμόδιους φορείς, εξελίχθηκε σε ένα από τα καλύτερα πολιτιστικά ετήσια δρώμενα της Θεσσαλονίκης, αλλά και ολόκληρων των Βαλκανίων. 

Η διαμονή μας στην Θεσσαλονίκη περιέλαβε επίσης νυχτερινές εξόδους, επίσκεψη στο Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης και συμμετοχή μερίδας συμμαθητών μας στο χορωδιακό φεστιβάλ δήμου Θέρμης. Αποκομίζοντας τις καλύτερες εμπειρίες αλλά και με μεγάλη θλίψη για το τέλος αυτής της υπέροχης εκδρομής, αναχωρήσαμε για τον Πειραιά γεμάτοι όρεξη για την επικείμενη ολοκλήρωση της ερευνητικής μας εργασίας σχετικά με τον ελληνικό κινηματογράφο.

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Συνθέτες ΙΙ

Μίμης Πλέσσας 
                                                                      
Γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1924 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια πήγε στην Αμερική για να συνεχίσει τις σπουδές του. Σε ηλικία 15 ετών, ο Μίμης Πλέσσας, πήγε στον ραδιοφωνικό σταθμό και επιλέχτηκε από τον Μάριο Βάρβογλη και την υπόλοιπη επιτροπή του σταθμού ως ο πρώτος σολίστ της ελληνικής ραδιοφωνίας. Ύστερα από την δικτατορία του Μεταξά και το «όχι» που βροντοφώναξαν, έπαιξε πιάνο στον σταθμό με Ισπανικό όνομα ώστε να μην αναγνωρίζεται. Στο τέλος μίας από τις εκπομπές, ανακοινώθηκαν τα ονόματα των οργανοπαικτών και άμεσα έφτασε η γκεστάπο, η οποία συνέλαβε και οδήγησε τον Πλέσσα στην Μέρλιν όπου τον ξυλοκόπησαν. Το 1952, σε ηλικία μόλις 27 ετών, τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο μουσικής του πανεπιστημίου της Μινεσότα, και την επόμενη χρονιά κατετάγη πέμπτος πιανίστας στις ΗΠΑ. Το 1952 άρχισε επίσης την ενασχόληση του με τη σύνθεση και από το 1956 ως μαέστρος και συνθέτης. Ασχολήθηκε με τη σύνθεση μουσικής για ταινίες και θεατρικές παραστάσεις, έχοντας στο ενεργητικό του 104 ταινίες και 70 παραστάσεις. Τα είδη της μουσικής με τα οποία ασχολήθηκε ήταν η έντεχνη, η οργανική συμφωνική, η jazz,η λαϊκή, η ροκ και η πειραματική. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρίας Θεατρικών Συγγραφέων, της Εταιρίας Μουσικοσυνθετών Στιχουργών Ελλάδος, της ΕΡΓΗΜ (σύγχρονης μουσικής) και πολλών άλλων καλλιτεχνικών συλλόγων. Το 1959 άρχισε να γράφει την μουσική για ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.

Μερικές από αυτές είναι:
• Ραντεβού στον αέρα: στίχοι Θάνος Σοφός, σκηνοθεσία Γιάννης Δαλιανίδης, τραγούδι Γιάννης Βογιατζής (ένας ουρανός μ’ αστέρια)
• Οι θαλασσιές οι χάντρες: στίχοι Άκος Δασκαλόπουλος, σκηνοθεσία Γιάννης Δαλιανίδης, τραγούδι Μαίρη Χρονοπούλου(Έκλαψα χτες)
• Μία κυρία στα μπουζούκια: στίχοι Κώστας Πρετεντέρης, σκηνοθεσία Γιάννης Δαλιανίδης, τραγούδι Γιάννης Πουλόπουλος (Απόψε κλαίει ο ουρανός)

Έχει βραβευτεί με το πρώτο βραβείο μουσικής του πανεπιστημίου της Μινεσότα (1951).Ακόμα του έχει απονεμηθεί από τον Δήμο Αθήνας το Χρυσο μετάλιο της πόλης σε μια συμφωνική συναυλια στο Μεγαρο Μουσικής (2000). Επίσης, πήρε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα για την προσφορά του στον πολιτισμό, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας(2001). Το 2002 τιμάται για τα 50 χρόνια του στην Ελληνική μουσική σκηνή στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού από το Υπουργείου Πολιτισμού. Το 2004 τιμάται ως ο «Άνθρωπος της Χρονιάς» από τον υπουργό πολιτισμού στην τελετή των προσωπικοτήτων για την προσφορά του στον παγκόσμιο πολιτισμό και το 2006 Βραβεύεται από την Ακαδημία Προσωπικοτήτων για τη συνολική προσφορά του στον πολιτισμό.

Ορισμένα από τα έργα του για τον ελληνικό κινηματογράφο είναι: 
Αν ειναι η αγάπη αμαρτία
Αν σαρνηθώ αγάπη μου
Εκλαψα χθες
Μενουμε παντα παιδια
Ολα δικα σου ματια μου
Σε βλεπω στο ποτηρι μου
Σταματησε του ρολογιου τους δεικτες
Τι σου ’κανα και πινεις
Το φεγγαρι πάνωθέ μου
Βρέχει πάλι απόψε
Ανοιξε πέτρα
Καμαρουλα
Ο Ανδρας που θα παντρευτω
Του αγοριου απέναντι
Δυο αδερφακια ειμαστε


Γιώργος Κατσαρός
                                                         
Γεννήθηκε τον Μάιο του 1934 στην Κέρκυρα. Αποφοίτησε από το Ελληνικό Ωδείο και από το Πάντειο Πανεπιστήμιο, αφού είχε μάθει πρώτα να παίζει σαξόφωνο. Έχει κάνει συνθέσεις για το θέατρο, τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Είναι μέλος της εταιρίας ελλήνων συνθετών θεατρικών συγγραφέων της ένωσης μουσικοσυνθετών στιχουργών Ελλάδος και του μουσικού συλλόγου. Το 1965 τιμήθηκε με το Β Βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Σόποτ της Πολωνίας. Το 1969 πήρε το Γ Βραβείο στο Φεστιβάλ τραγουδιού Μάλτας και το Δ Βραβείο στο Φεστιβάλ τραγουδιού του Ρίο ντε Τζανέιρο (1970). Επίσης συμμετείχε στην Eurovision το 1974 ως συνθέτης. Διετέλεσε διευθυντής ορχήστρας του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας κατά την περίοδο της Χούντας των Συνταγματαρχών. Σήμερα επιμελείται επίσης όλων των καλλιτεχνικών εκδηλώσεων του Δήμου Αθηναίων ως αρχιμουσικός και καλλιτεχνικός διευθυντής.

Τα επακόλουθα είναι μερικά από τα έργα του στον ελληνικό κινηματογράφο :
Η μεγάλη ευκαιρία
Η μπάλα είναι στρογγυλή
Η κερκυραία
Κέρκυρα Κέρκυρα
Με τα ούζα
Το αυτοκίνητο
Υψηλή κοινωνία
Ανησυχία
Αντίο κύριε
Γείρε στην πέτρα
Κρασί, θάλασσα και τ’ αγόρι μου
Οι άντρες δεν κλαίνε
Παραδοσιακός γάμος



Σταύρος Ξαρχάκος

http://youtu.be/pMPsNZUjC6s
Γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1939 στην Αθήνα όπου και μεγάλωσε. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες συνθέτες. Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών και συνέχισε στο Παρίσι και στο Julliard School of Music της Νέας Υόρκης. Έχει γράψει τραγούδια σε περισσότερους από 42 δίσκους, μουσική για 21 ταινίες και 15 τηλεοπτικές παραγωγές. Ακόμα, έχει συνθέσει μουσική για αρχαία τραγωδία, δράματα και διεθνή μπαλέτα. Στην αρχή ξεκίνησε να γράφει μουσική κυρίως για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Πρώτη του μεγάλη επιτυχία είναι η μουσική που έγραψε το 1963 για την κινηματογραφική ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Κόκκινα Φανάρια». Θεωρείται και σπουδαίος ενορχηστρωτής με πιο πρόσφατη ενορχηστρωτική δουλειά του, τον δίσκο "Ερημιά" του Μίκη Θεοδωράκη και του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’60 επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στην κλασσική μουσική Στα έργα του περιλαμβάνονται σουίτες μπαλέτου, κοντσέρτα αλλά και συμφωνικά έργα. Έχει βραβευτεί πολλές φορές σε κινηματογραφικά και μουσικά φεστιβάλ, όπως το Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Τον Μάιο του 1994 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Adelphi της Νέας Υόρκης. Στις αρχές του 1995 ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση της «Κρατικής Ορχήστρας Ελληνικής Μουσικής» (KOEM).

Ορισμένα από τα έργα του για τον ελληνικό κινηματογράφο είναι:
Άπονη ζωή
Φτωχολογιά
Παράπονο
Σαββατόβραδο στην Καισαριανή
Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι
Ο πειρασμός
Όρκος
Χάθηκε το φεγγάρι
Το δίχτυ
Σφιχτείτε, κρατηθείτε
Γύρνα με στα περασμένα
Ένα πρωινό(άναμπελ)
Σε ζητώ


Παναγιώτης Μωράκης (Τάκης)

Γεννηθηκε στις 15 Αγούστου του 1916 στην Αθήνα όπου και πέθανε στις 26 Δεκέμβρη του 1991 σε ηλικια 75 ετών. Σπούδασε από 12 ετών στο Ελληνικό Ωδείο (βιολί, με τον Τ. Σούλτσε και θεωρητικά, με τον Μ. Βάρβογλη). Κατόπιν, συμπλήρωσε για λίγο τις σπουδές του στο Ωδείο του Παρισιού. Άρχισε επίσης να σπουδάζει οδοντιατρική, την οποία εγκατέλειψε για χάρη της μουσικής. Έπειτα σχημάτισε δική του ορχήστρα με βιολιά, τα οποία έφτασαν στα 15. Έκτοτε αρχισε να συνθέτει. Έγραψε κινηματογραφική μουσική το 1955 για την ταινία Γκόλφω και ύστερα ακολούθησαν άλλες ταινίες όπως ο ηλίας του 16ου (1959), το αγοροκόριτσο(1959,Αθώα ή ένοχη (1963) και άλλες.   
  Το 1960 το τραγούδι του «Ήταν κάποιο Λούνα-παρκ» είχε πάρει το Δ΄ βραβείο στο 2ο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού.Το 1962, πήρε το Α΄ βραβείο στον Διαγωνισμό Τραγουδιού του Δήμου Αθηναίων με το τραγούδι Αθήνα. Επίσης το 1962 πήρε το Γ΄ βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσ/νίκης με το τραγούδι του «Χαρές της ζωής. Το 1963, το τραγούδι του «Αγαπώ έναν τύπο», πήρε το «Βραβείο Ευρώπης» στο διεθνές Φεστιβάλ του Βενσάν, ενώ το τραγούδι του «Πού πάτε κύριε» πήρε το Δ΄ βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσ/νίκης. Το 1964 κέρδισε το Α΄ βραβείο τόσο στο Φεστιβάλ Πολωνίας (συμμετοχή 29 χωρών) με το τραγούδι του «Σ’ ευχαριστώ καρδιά μου που ξέρεις ν’ αγαπάς» όσο και στο 3ο Φεστιβάλ Θεσ/νίκης, με το τραγούδι του «Ποιος». Και το 1968 στο Φεστιβάλ Θεσ/νίκης πήρε το Β΄ βραβείο με το τραγούδι «Εκείνος».

Μερικά από τα έργα του στον ελληνικό κινηματογράφο ήταν:
Τ’ αγόρι μου Αλίκη
τσα τσα 
Δεν είμαι τίποτα 
Ευχή
Εσένα ζητούσα να βρω τόσα χρόνια 
Θα σε λατρεύω 
Σε μαγικά νησιά 
Παντού και πάντα 
Τελευταία μου αγάπη 
Η νεραϊδογεννημένη 
Χαράματα 
Ο κρυφός έρωτας 
Στον αετό το βράχο


Κουίζ: Τι γνωρίζετε από ελληνικό κινηματογράφο;

Τι γνωρίζετε από ελληνικό κινηματογράφο; Απαντήστε στο παρακάτω κουίζ!


Δημοσκόπηση: Αγαπημένος, Αγαπημένη, Αγαπημένο...

Ποιός είναι ο αγαπημένος σας ηθοποιός, σκηνοθέτης ή συνθέτης;
Ποιά είναι η αγαπημένη σας κωμική ή δραματική ταινία;
Ποιά είναι η αγαπημένη σας ηθοποιός;
Ποιό είναι το αγαπημένο σας τραγούδι;

ΨΗΦΙΣΤΕ!

 

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Μουσείο Φεστιβάλ κινηματογράφου- Γύρισμα στο Green Room

Μουσείο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης


Μαθητές της Πολιτιστικής Ομάδας του Σχολείου στα πλαίσια εκπαιδευτικής εκδρομής με θέμα τον Ελληνικό Κινηματογράφο επισκέφτηκαν το Μουσείου Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Ξεναγήθηκαν στους χώρους του, ενημερώθηκαν για τις απαρχές και την ιστορία του κινηματογράφου γενικά, για την τεχνολογική εξέλιξη του και για τον τρόπο παραγωγής ταινιών. Δημιούργησαν το δικό τους video με σκηνές από τη θεατρική παράσταση την οποία ετοιμάζουν με τη υπεύθυνη του θεατρικού συνόλου, εμπνευσμένη από τις ταινίες της δεκαετίας του '60, παίρνοντας τους ρόλους του σκηνοθέτη, παραγωγού και κινηματογραφικού συντελεστή. Τέλος, παρακολούθησαν εκπαιδευτικό video σχετικά με την εξέλιξη του κινηματογράφου στην Ελλάδα τον 20ο αιώνα.
Η ξενάγηση μας ξεκίνησε από τα προ- κινηματογραφικά εκθέματα του μουσείου, όπως το ζωοτρόπιο, που το εφηύρε ο William Horner το 1834. Πρωτότυπη ονομασία του 'Daedalum', βασίστηκε στην τεχνική του 'φενακιστοσκοπίου'-1832, του Plateau (κατασκευή που βασίζεται σε σύστημα πρισμάτων). Η κατασκευή του Horner, έμεινε ξεχασμένη για μια τριακονταετία και το 1867 o Bradley στην Αγγλία κι ο William F. Lincoln στις ΗΠΑ, ανανέωσαν την πατέντα, μετονομάζοντας το σε 'Ζωοτρόπιο'.
Ζωοτρόπιο
Η ξεναγός στο μουσείο μας εξήγησε ότι είναι το τρίτο κύριο οπτικό παιχνίδι μετά το 'θαυματοσκόπιο' και το 'φενακιστοσκόπιο' που βασίζεται, στην αρχή του 'μετεικάσματος' (η οπτική εικόνα που καταγράφεται στον εγκέφαλο και παραμένει ορατή μετά την παύση της αιτίας που την προκάλεσε / persistence of vision) που έχει σαν αποτέλεσμα την ψευδαίσθηση της κίνησης. Πρόκειται για έναν κύλινδρο, ανοιχτό από πάνω, στηριγμένο σε κεντρικό άξονα. Ο κύλινδρος διαθέτει σχισμές (δεκατέσσερις στο συγκεκριμένο έκθεμα, ποικίλουν ανά μοντέλο), από τις οποίες βλέπει ο θεατής, στατικές εικόνες ζωγραφισμένες σε χαρτί-'λωρίδα', τοποθετημένες στο εσωτερικό τοίχωμα του κυλίνδρου και χαμηλότερα από τις σχισμές. Καθώς ο κύλινδρος κινείται, δημιουργείται στο θεατή η ψευδαίσθηση της κίνησης.

Το 1877 ήρθε το "πραξινοσκόπιο" του Charles-Emile Reynaud, στο οποίο οι παραστάσεις ήταν θεατές όχι µέσα από σχισµές, αλλά σε ένα περιστροφικό πρίσµα από καθρέφτες, βελτιώνοντας έτσι την εικόνα που αποτυπωνόταν στο ανθρώπινο μάτι, κάνοντας τη πιο ευκρινή και συνεχόμενη. A demonstration of this and similar optical toys, including the zoetrope             
Οι λωρίδες χαρτί με σκίτσα
.         



Πραξινοσκόπιο όπου φαίνεται διπλωμένο το χαρτί με τα συνεχόμενα σκίτσα
Η ξενάγηση συνεχίστηκε στη μεγάλη βιτρίνα που βρισκόταν κατά μήκος του κυρίως διαδρόμου του Μουσείου, όπου εκτίθενται μια συλλογή από παλαιές κάμερες και αντικείμενα από στούντιο ηχογράφησης.





Μέσα στα εκθέματα του Μουσείου υπήρχαν και αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν από τους πρωταγωνιστές σε διάφορες ταινίες, όπως τα ρούχα της Αλίκης Βουγιουκλάκη στην ταινία το 'Δόλωμα' από τη σκηνή στο Φαλιράκι της Ρόδου, αντικείμενα της Τζένης Καρέζη και της Μελίνας Μερκούρη, καθώς και του Θανάση Βέγκου και Άννας Φόνσου, όπως φαίνεται στις φωτογραφίες που συνέλεξαν οι μαθητές.





Οι μαθητές μετά την ολοκλήρωση της ξενάγησης στα εκθέματα του Μουσείου, και την παρακολούθηση του τρισδιάστατου video, δημιούργησαν το δικό τους video, με σκηνές από ταινίες του Ελληνικού κινηματογράφου από την παράσταση που ετοιμάζουν με την καθηγήτρια τους, κ. Ασιμίδου και θα παρουσιάσουν στο Σχολείο τους. Συγκεκριμένα, κάποια παιδιά πήραν τους ρόλους του σκηνοθέτη, βοηθό σκηνοθέτη, κάμεραμαν, μακιγιέζ, ενδυματολόγοι και βοήθησαν στο γύρισμα, ενώ άλλα έπαιξαν τους ρόλους τους. Παρακάτω βλέπουμε φωτογραφίες από τα "γυρίσματα", καθώς και επισυναπτόμενο οπτικοακουστικό υλικό, που μας παραχώρησε η υπεύθυνη του Μουσείου.















 Σκηνή από την ταινία 'Καλώς ήρθε το δολάριο':
Καλουτά η Ηλέκτρα, Κωνσταντίνου ο Δημήτρης, Λινάρδου η Μαρίνα, και Καστούρα η Μαριάννα.