Σάββατο 4 Μαΐου 2013

Ραντεβού στον αέρα

Ραντεβού στον αέρα
Η ταινία αυτή είναι από τα πρώτα μιούζικαλ με σενάριο και σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη και μουσική του Μίμη Πλέσσα (1965-66). Παρουσιάστηκε το Ιανουάριο του 1966 από την εταιρεία παραγωγής ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ. Στο συγκεκριμένο κινηματογραφικό έργο οι ήρωες αποδέχονται και ακολουθούν πιο απελευθερωμένους τρόπους ζωής, ενώ οι παλαιές κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες μόλις που διακρίνονται σε κάποιες περιπτώσεις. Η παραδοσιακή μουσική σχεδόν απουσιάζει όπως και σε όλα τα μιούζικαλ, και εμφανίζεται μόνο στο τρίτο μουσικοχορευτικό νούμερο. Συνυπάρχουν το κωμικό στοιχείο και το θέαμα, τα οποία βασίζονται στην επιθεώρηση, αλλά και στον κινηματογράφο (έγχρωμη ταινία, σε μεγάλη οθόνη, σε σινεμασκόπ, με εννέα συνολικά μουσικά νούμερα, που προσδίδουν πλούτο, αίγλη και φαντασμαγορική ατμόσφαιρα. Ειδικά το χρώμα παρουσιάζει μια μοντέρνα εικόνα της Ελλάδας, του '65- '70, χρησιμοποιώντας τη μόδα και τη λαμπρότητα στα κουστούμια).

Οι κριτικοί, βέβαια, κατηγόρησαν τα ελληνικά μιούζικαλ, ως "αδόκιμη μίμηση" των μιούζικαλ του Χόλιγουντ, επέκριναν τη χρήση της κωμωδίας αλλά και τις αυθαίρετες εναλλαγές ανάμεσα στην πρόζα και στα μουσικοχορευτικά νούμερα. Το έργο απευθύνεται στους νέους της εποχής, για αυτό και όλη η παρέα αποτελείται από νεαρά άτομα.

Το ελληνικό μιούζικαλ συνδέεται με την κοινωνική και οικονομική άνεση, αλλά και τη σεξουαλική απελευθέρωση της εποχής αυτής. Χαρακτηριστικές εικόνες της επικράτησης του μοντέρνου αυτού στοιχείου παρακολουθούμε στο έβδομο μουσικό νούμερο, όπου τα κορίτσια χορεύουν στην παραλία με μπικίνι και φορούν μίνι. Αγόρια και κορίτσια μαζί έχουν τη ευκαιρία να τραγουδούν έναν ύμνο στα νιάτα, την ωραιότερη εποχή της ζωής, ταξιδεύοντας με ένα μοντέρνο αμερικάνικου τύπου κάμπριο αυτοκίνητο και στο τέλος παντρεύονται το αγόρι ή το κορίτσι που επιλέγουν. Με τα παραπάνω καταδεικνύεται ο μοντερνισμός, ο εκσυγχρονισμός αλλά και ο υπερβολικός καταναλωτισμός που είναι αναπόσπαστα στοιχεία του ελληνικού μιούζικαλ, που αγκαλιάζει κυρίως τους νέους της εποχής οι οποίοι ζούσαν σε μια κοινωνία με γρήγορη οικονομική ανάπτυξη, πολλές κοινωνικές αλλαγές και επικράτηση Αμερικανικών επιδράσεων πολιτισμού και τρόπου ζωής.

Το Ραντεβού στον Αέρα γυρίστηκε το 1966, δηλαδή την ίδια εποχή που ήρθε η τηλεόραση στην Ελλάδα. Έτσι η έκφραση στον "αέρα" συμφωνεί απόλυτα και με την πτήση με αεροπλάνο αλλά και με την τηλεοπτική παρουσίαση.

Το πρώτο νούμερο της ταινίας είναι ένα χορευτικό με μουσική τύπου τζαζ που μιμείται το γαλλικό καμπαρέ και τα αμερικάνικα μιούζικαλ, ενώ στο δεύτερο νούμερο της ταινίας η μουσική έχει καθαρά δυτικοευρωπαϊκό χαρακτήρα σε ρυθμό βάλς. Μόνο στο τρίτο νούμερο εμφανίζεται η παραδοσιακή ελληνική μουσική, όπου η Ρένα Βλαχοπούλου, σύμφωνα με το σενάριο, σε ένα πάρτυ στο Παρίσι μαθαίνει στους Γάλλους να χορεύουν συρτάκι. Το νούμερο αυτό καταδεικνύει πόσο αγαπητό ήταν το συρτάκι στο εξωτερικό και παρουσιάζει την Ελλάδα ως χώρα που θα διασκέδαζε πολύ τους ξένους τουρίστες. Το τέταρτο νούμερο συνενώνει ελληνικά φολκλορικά στοιχεία με ξένο καμπαρέ. Σαν   σκηνικό παρουσιάζει ένα κτίριο με την επιγραφή "καφενείο" και προσδίδει ένα ελληνικό στοιχείο φολκλόρ, που θυμίζει ελληνική παραδοσιακή ατμόσφαιρα. Η μουσική αποτελεί ένα συνδυασμό μπουζουκιού και τζάζ και ο χορός έχει κίνηση που θυμίζει τσιφτετέλι και βήματα από καμπαρέ. 

 Το κωμικό στοιχείο έχει τη βάση του στο γεγονός ότι συνυπάρχουν δυο τελείως όμοιες ηρωίδες, αφού η Ρένα Βλαχοπούλου υποδύεται δυο ρόλους. Σε επόμενο μουσικό νούμερο έχουμε ένα αργό ρομαντικό τραγούδι, μια μπαλάντα, που τραγουδά ο ηθοποιός και τραγουδιστής Γιάννης Βογιατζής στη Λία (Μάρθα Καραγιάννη). Στο έβδομο νούμερο τρεις νέες και δυο νέοι τραγουδούν σε μια τεράστια λευκή λιμουζίνα πηγαίνοντας για μπάνιο στο Λαγονήσι. Μια τελείως διαφορετική ατμόσφαιρα δημιουργείται στο όγδοο νούμερο που έχει ως αφετηρία του το ατύχημα του Κώστα να χτυπήσει το κεφάλι του σε ένα δέντρο. Έτσι φαντάζεται ότι τέσσερις κοπέλες από ανατολίτικο χαρέμι χορεύουν μπροστά του με αργόσυρτη αραβική μουσική, ενώ στη συνέχεια αυτή γίνεται πιο ζωηρή  και εισάγεται και το μπουζούκι μεταξύ των οργάνων. 

Το τελευταίο (ένατο) μουσικοχορευτικό νούμερο δίνει στο έργο ένα λαμπερό και φαντασμαγορικό θέαμα που προβάλλεται από κάποιο πειραματικό τηλεοπτικό σταθμό. Είναι η εποχή που η τηλεόραση είχε μόλις εμφανιστεί στη ζωή των Ελλήνων. Στο φόντο της σκηνής υπάρχει μια τεράστια οθόνη τηλεόρασης με δυο σκάλες δεξιά και αριστερά της. Η Βλαχοπούλου εμφανίζεται μέσα από την τηλεόραση ως παρουσιάστρια του σόου και αναφέρεται νοσταλγικά σε τρεις διαφορετικές μουσικές εποχές, με διαφορετική τεχνολογία και ανάλογες προτιμήσεις. Αρχίζει από το γραμμόφωνο, όπου ακούγονται οι ήχοι ενός τανγκό, που το χορεύουν στη σκηνή τρία ζευγάρια. Κατόπιν μεταφερόμαστε στην εποχή του Ραδιοφώνου και ακούγεται ένας χορός σε στύλ καμπαρέ. Τέλος τονίζεται η νέα εξέλιξη, η τηλεόραση, και οι χορευτές χορεύουν ένα γρήγορο συρτάκι. Έτσι σηματοδοτούνται οι τρεις διαφορετικές χρονικές περίοδοι και οι αλλαγές στην κοινωνία, την τεχνολογία και τη διασκέδαση. Στο τέλος η Ρένα Βλαχοπούλου εμφανίζεται να τραγουδά το τελευταίο τραγούδι, που η μουσική και οι στίχοι του ακούγονται νοσταλγικοί και επισημαίνουν ότι τα χρόνια φεύγουν και τα πάντα αλλάζουν. 

Το φαντασμαγορικό τελευταίο νούμερο, το λεγόμενο "γκράν φινάλε", είναι αυτό που χαρακτηρίζει τα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη και τα κάνει ξεχωριστά. Το "γκράν φινάλε" ήταν χαρακτηριστικό της επιθεώρησης, αλλά με τις ταινίες του Δαλιανίδη διαμορφώθηκε και αποτέλεσε το κύριο χαρακτηριστικό του Ελληνικού μιούζικαλ. 

 Πηγές: Παπαδημητρίου Λυδία (2009), Το Ελληνικό Κινηματογραφικό Μιούζικαλ, Αθήνα: Παπαζήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου